Εχέφρων: “4.11”
Written by Αθανάσιος Μουλιός on 08/11/2021
Και πάλι θυσιάζω σκέψεις σ’ ένα βωμό λευκό και χάρτινο.
Και πάλι τις σφάζω με το ξύλινό μου όπλο.
Μη νομίζεις, δεν είναι παρά ένα συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι ξύλο που κάποιος ονόμασε
“μολύβι” επειδή η λέξη “ξύλο” είναι αόριστη.
Εγώ το θεωρώ όπλο στα κατάλληλα χέρια.
Ή και άμυνα.
Μα η θυσία αποτυγχάνει, γιατί δεν πεθαίνουν.
(Γιατί;)
Έχουν ήδη πεθάνει.
Έχουν ήδη αυτοκτονήσει από τη στιγμή που απέδρασαν από τη σάρκινη φυλακή τους.
Για να καταλάβεις, οι σκέψεις μου είναι ψάρια που βγαίνουν στη στεριά και αδυνατούν να
αναπνεύσουν.
Χαροπαλεύουν επάνω στα αλατισμένα και ηλιοκαμμένα βότσαλα, χωρίς να ξέρουν πως σύντομα
θα πεθάνουν.
Ή θα λυτρωθούν, καλύτερα.
Οι σκέψεις μου είναι επίσης πουλιά που πετούν ανέμελα στον ουρανό της αγάπης, του έρωτα και
της ενσυναίσθησης.
Μα για κάποιο λόγο αποφασίζουν να σταματήσουν να φτερουγίζουν.
Σταματούν να φτερουγίζουν και διέπονται από μια αυτοκαταστροφική μανία.
Μια μανία να σκάσουν με φόρα επάνω στο έδαφος και να αφήσουν εκεί το σημάδι τους.
Έτσι κι εγώ συνεχίζω να αδειάζω τον ψυχισμό μου μου επάνω στο λευκό, άψυχο χαρτί.
Συνεχίζω να καίω σα σπίρτα μία-μία τις σκέψεις μου μέχρι να αδειάσει το σπιρτόκουτο.
Συνεχίζω να ράβω γράμματα και λέξεις μεταξύ τους.
Και το τελικό υφαντό θα είναι ή υπέροχο ή απαίσιο.
Τίποτα ενδιάμεσο.
Ή ένα ή μηδέν.