Γιώργος Βούλγαρης – Γιάννης Μακρυνόρης | Το σκηνοθετικό δίδυμο μιλάει στο CityVibes για τις «Σελίδες»

Με αφορμή το 2ο χρόνο επιτυχίας της παράστασης «Σελίδες», το σκηνοθετικό δίδυμο «Βούλγαρη – Μακρυνόρη» απαντά με τη δική του οπτική για το έργο και τη προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο.

Κάθε «σελίδα» είναι μία αυτόνομη ιστορία ή υπάρχει μία αφηγηματική γραμμή που τις συνδέει; Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς να υπάρχει συνοχή ανάμεσα στα μονόπρακτα (θεματικά ή αισθητικά)

Γιώργος: Σκέψου το σαν επεισόδια στο Netflix: μπορείς να δεις ένα μόνο και να καταλάβεις, αλλά αν τα δεις όλα μαζί, η εμπειρία είναι πιο χορταστική.
Η συνοχή ήταν για εμάς σημαντική, αλλά όχι σε στυλ στρατιωτικού βηματισμού∙ πιο πολύ μοιάζει με μεζέδες σε τραπέζι: ο καθένας έχει τη δική του γεύση, αλλά όλοι μαζί φτιάχνουν το τέλειο τσιμπούσι. Έτσι, και το κοινό απολαμβάνει την ποικιλία, και στο τέλος νιώθει ότι έφαγε από το ίδιο… καζάνι συναισθημάτων!

Γιάννης: Αν και ανεξάρτητες ιστορίες, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τις ανθρώπινες σχέσεις με την αγάπη και τον εγωισμό που εκδηλώνονται μέσα από αυτές, είτε με χιουμοριστικό είτε με πιο δραματικό υπόβαθρο. Έτσι, υπάρχει συνοχή ακόμα κι αν δεν μοιάζουν να είναι αυστηρά συνδεδεμένες οι ιστορίες μεταξύ τους και αυτό «δένει το γλυκό».

Πώς αποφασίσατε τη σειρά των μονόπρακτων; Η σειρά έχει επίδραση στο συναίσθημα που θέλετε να καλλιεργηθεί στο κοινό; Έχει κάποια κλιμάκωση;

Γιώργος: Η σειρά των μονόπρακτων δεν μπήκε τυχαία∙ δεν τα πετάξαμε σε ένα καπέλο και τραβήξαμε χαρτάκια σαν σε λαχειοφόρο! Αντίθετα, σκεφτήκαμε τη ροή σαν ένα μουσικό κομμάτι: με εισαγωγή που ανοίγει την καρδιά, μέση που δυναμώνει την ένταση και φινάλε που αφήνει την αίσθηση πως “κάτι άγγιξα και με άγγιξε”.
Θέλουμε το κοινό να γελάσει, να συγκινηθεί, να σκεφτεί και τελικά να φύγει με την αίσθηση ότι πέρασε από μια μικρή συναισθηματική διαδρομή.

Γιάννης: Η σειρά έχει μια μορφή «τρενάκι λούνα παρκ». Περνά τον θεατή από διάφορα συναισθηματικά στάδια ώστε να φύγει στο τέλος χορτάτος από ερεθίσματα και εικόνες. Κλιμάκωση πάντως υπάρχει και είναι, αν μη τι άλλο, πληθωρική.

Ποιό είναι το “άνοιγμα” του έργου προς το κοινό; εννοώ δηλαδή θέλετε να προκαλέσετε συμμετοχή, συμπάθεια, αντιπαράθεση; Υπάρχει κάτι που θέλετε να επιτύχετε πέρα από το συναίσθημα (π.χ. να αλλάξει η αντίληψή του θεατή για κάτι που είχε πριν δει το έργο;)

Γιώργος: Δεν θέλουμε το κοινό να μείνει απλός θεατής, σαν να βλέπει από την κλειδαρότρυπα. Θέλουμε να νιώσει ότι είναι καλεσμένος μέσα στην ιστορία. Με λίγα λόγια, αν καταφέρουμε ο θεατής να γυρίσει σπίτι και να πει: “Καλά, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι…”, τότε έχουμε πετύχει τον στόχο μας. Αν πάλι γυρίσει και πει: “Πέρασα καλά, γέλασα και συγκινήθηκα”, τότε κι αυτό μια χαρά επιτυχία είναι. Το θέατρο είναι σαν τον καλό καφέ: αν σε ξυπνήσει, τέλεια∙ αν σε ζεστάνει, ακόμα καλύτερα!»

Γιάννης: Μας αρέσει να «μπαίνει» ο θεατής στη δράση και να ταυτίζεται ενδεχομένως με στοιχεία, χαρακτήρες και καταστάσεις. Το έργο στη βάση του παρουσιάζει εικόνες που δεν απέχουν από την πραγματικότητα – με μια θεατρική χροιά, προφανώς. Έτσι, ο οποιοσδήποτε θεατής μπορεί να κρατήσει και κάτι από όσα θα δει, είτε αυτό είναι συμπάθεια ή αντιπαράθεση ή οτιδήποτε θέλει ο καθένας. Το θέατρο δίνει ελευθερία συναισθημάτων και προσωπικών αποκτημάτων.

Ποια είναι η πιο “επώδυνη” ή η πιο “δύσκολη” σελίδα/μονόπρακτο για εσάς προσωπικά εκεί που νιώσατε ότι ρισκάρετε περισσότερο;

Γιώργος: Για μένα η πιο επώδυνη σελίδα ήταν σίγουρα εκείνη με τις δύο γυναίκες που, στην πραγματικότητα, είναι μία∙ κι έχει το θάρρος (ή την τρέλα) να μιλήσει στον κακό εαυτό της. Αυτό ήταν δύσκολο, γιατί στην ουσία βάζεις τον καθρέφτη μπροστά σου και δεν τον αφήνεις να σε κολακέψει∙ τον αφήνεις να σου δείξει και τις ρυτίδες και τις αδυναμίες και τα “σκοτάδια” σου.
Ήταν ρίσκο, γιατί όλοι έχουμε μέσα μας μια φωνή που μας σαμποτάρει, αλλά ποιος θέλει να την ακούσει μεγαλόφωνα στη σκηνή; Είναι σαν να λες: “Κυρίες και κύριοι, να σας συστήσω τον χειρότερο συγκάτοικό μου”. Επώδυνο, αλλά και λυτρωτικό. Γιατί όταν δώσεις φωνή στον κακό εαυτό, καταλαβαίνεις καλύτερα και τον καλό. Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι και η μεγαλύτερη αλήθεια του έργου.

Γιάννης: Κι εγώ την ίδια ιστορία θα επέλεγα, συμπληρώνοντας μόνο σε όσα είπε ο Γιώργος ότι ήταν η πιο σύνθετη συναισθηματικά «σελίδα» με πολλές «υποσελίδες».

Πιστεύετε ότι το έργο σας απευθύνεται περισσότερο σε ένα κοινό “αισθησιακά ευαίσθητο” ή προσπαθείτε να φθάσετε και σε όσους δεν είναι συχνοί θεατές του θεάτρου;

Γιώργος: Η συνεργασία με τον Γιάννη έχει ως αφετηρία της την ειλικρίνεια απέναντι στο κοινό. Δεν στήνουμε παραστάσεις για να φανεί ότι είμαστε “ψαγμένοι”. Τις στήνουμε γιατί αγαπάμε να μιλάμε με τον κόσμο, να του λέμε ιστορίες που να τις καταλαβαίνει, να τις νιώθει, να γελάει, να συγκινείται και –κυρίως– να περνάει καλά.
Εμείς κάνουμε θέατρο για τον κόσμο. Να καταλάβει αυτό που βλέπει, να το βιώσει, και ίσως να φύγει λίγο πιο πλούσιος συναισθηματικά. Κι αν στο μεταξύ του χαρίσουμε και μερικές καλές στιγμές, τότε έχουμε πετύχει τον στόχο μας.

Γιάννης: Όλα τα έργα μας απευθύνονται πάντα σε όλους, συχνούς θεατές του θεάτρου και μη. Δεν κάνουμε θέατρο μόνο για τους λίγους. Από εκεί και πέρα, ο καθένας δέχεται και κρατά οτιδήποτε θέλει από αυτό που παρακολουθεί. Και ενώ εμείς μπορεί να είμαστε στοχευμένοι αναφορικά με το τι θέλουμε να δείξουμε επί σκηνής, για τον θεατή όλα είναι ανοιχτά προς ερμηνεία. Εκεί βρίσκεται και η ελευθερία του θεάτρου.

Οι ηθοποιοί που συνεργάζονται μαζί σας συχνά μιλούν για το πώς τους κάνετε να βγάζουν αλήθεια και ευαισθησία στη σκηνή. Ποια είναι η δική σας “μέθοδος” στο να ξεκλειδώνετε αυτές τις ερμηνείες;

Γιώργος: «Ο τρόπος που δουλεύουμε με τους ηθοποιούς μας, μαζί με τον Γιάννη, είναι –κατά τη γνώμη μας– ο τρόπος που θα έπρεπε να κυριαρχεί στο θέατρο. Κάποτε αυτός ήταν και ο μοναδικός δρόμος: ο σκηνοθέτης δεν ήταν διευθυντής κυκλοφορίας. Ήταν εμπνευστής, συνοδοιπόρος, εκείνος που άναβε τη σπίθα και βοηθούσε τον ηθοποιό να φτάσει σε βαθιά μονοπάτια του ρόλου με απόλυτο σεβασμό και στρατιωτική πειθαρχία.
Δυστυχώς σήμερα αυτό τείνει να γίνεται σπάνιο. Πολλοί σκηνοθέτες λειτουργούν σαν τροχονόμοι: “Εσύ θα πας δεξιά, εσύ αριστερά, εσύ περίμενε στο φανάρι!”. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί (δεν είναι απλά ταξιθέτης) και οι ηθοποιοί εκτελούν. Αν δεν εμπνεύσεις τον ηθοποιό, αν δεν τον αγγίξεις, τότε πώς θα βγάλει αλήθεια και ευαισθησία στη σκηνή;

Γιάννης: Αρχικά, θέλουμε πάντα οι ηθοποιοί μας να βγάζουν ειλικρίνεια και αλήθεια πάνω στη σκηνή. Αν προσπαθήσεις να παίξεις απλά καρικατουρίστικα έναν ρόλο, θα είναι σίγουρα ψεύτικο και έξω από εσένα κι αυτό θα φανεί. Βάζοντας λοιπόν πρώτα την αλήθεια του ο ηθοποιός, μετά αρχίζουμε και χτίζουμε πάνω σε αυτήν πλάθοντας τον χαρακτήρα και τον ρόλο. Δεν είμαστε απλά χωροταξικοί, αλλά επεμβατικοί. Ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Και πάντα θέλουμε να φτάνουν και να ξεπερνούν τα όρια του εαυτού τους οι ηθοποιοί μας, να κάνουν την υπέρβαση που δίνει το κάτι παραπάνω. Έτσι εξελίσσονται κιόλας θεατρικά. Αυτό βέβαια, απαιτεί κόπο και προσήλωση. Αυτό όμως είναι το θέατρο. Και σίγουρα δεν αντέχουν και δεν κάνουν όλοι για αυτό.

Κάθε σας έργο μοιάζει να έχει μια προσωπική «υπογραφή», ένα στίγμα που σας ξεχωρίζει. Στις Σελίδες, ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που θεωρείτε ότι μόνο εσείς μπορούσατε να αποτυπώσετε έτσι;

Γιώργος: Η προσωπική μας “υπογραφή” στις Σελίδες βρίσκεται σε τρία πράγματα: στον τρόπο που γράφτηκαν τα μονόπρακτα, στον τρόπο που συντέθηκαν σε ένα ενιαίο σύνολο και φυσικά, στην κινηματογραφική μας αισθητική. Ο ρυθμός που δίνουμε στο έργο έχει γίνει πλέον σήμα κατατεθέν και μάλιστα αρκετοί τον έχουν αντιγράψει∙ άλλοτε με θαυμαστό τρόπο, άλλοτε με… ε, ας πούμε, λιγότερη χάρη, με φθηνή αισθητική και κακό αποτέλεσμα. Έχουν δει τα μάτια μας…

Γιάννης: Τα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν γενικά, είναι ο συνδυασμός θεατρικής αφήγησης και κινηματογραφικής αισθητικής που κυριαρχεί στις δουλειές μας και ο ρυθμός που θέλουμε να υπάρχει πάντα. Οι Σελίδες φέρουν τα ίδια στοιχεία, συν τον σαρκασμό, το χιούμορ και τον σουρεαλισμό, αν και αυτά θεωρώ ότι λίγο-πολύ τα σερβίρουμε σε ζυγισμένες δόσεις σε όλα μας τα έργα. Τώρα, αν υπάρχει κάτι που ο κόσμος θεωρεί ότι μπορεί να το κάνουμε με μοναδικό τρόπο, προτιμώ να το αφήνω στην προσωπική κρίση του θεατή.

Σε μια εποχή που οι παραστάσεις είναι πάρα πολλές, πώς βλέπετε τον εαυτό σας; Είστε περισσότερο αφηγητές, ερευνητές, ή δημιουργοί νέων θεατρικών κωδίκων;

Γιώργος: Δεν τις καταλαβαίνω αυτές τις ορολογίες… Το μόνο που ξέρουμε είναι το θέατρο. Τόσα χρόνια το υπηρετούμε πάνω από τον εαυτό μας, αφήνοντας στην άκρη οποιαδήποτε προσωπική φιλοδοξία ή ματαιοδοξία. Αν κάποιος θέλει να μας βάλει σε ένα κουτάκι – αφηγητές, πειραματιστές ή καινοτόμοι – ας το κάνει. Εμείς, όμως, το μόνο που θέλουμε είναι να δουλεύουμε με ειλικρίνεια και πάθος, για να φτάσει η ιστορία στον κόσμο όπως πρέπει: ζωντανή, άμεση, και αληθινή.»

Γιάννης: Δεν νομίζω ότι θα μας έδινα κάποιον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Θα έλεγα απλά ότι φτιάχνουμε ιστορίες και εικόνες που πιστεύουμε ότι έχουν κάτι να πουν, ανεξαρτήτως του είδους με το οποίο καταπιανόμαστε κάθε φορά, είτε πρόκειται για προβληματισμό, είτε για απλή, καθαρή διασκέδαση. Ο κύριος στόχος μας είναι να δώσουμε στο κοινό την αλήθεια μας.

Ευχαριστούμε πολύ Γιώργο και Γιάννη!