1

Διδασκαλία, συμβουλευτική, αγωγή, μάθηση

Η διδασκαλία, η συμβουλευτική, η αγωγή και η μάθηση είναι έννοιες τόσο στενά συνδεδεμένες, ώστε κάποιες φορές θεωρούνται και συνώνυμες: οι έννοιες αυτές είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους με πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε σχέση με τους σκοπούς, τους στόχους και τις λειτουργίες τους, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως συνώνυμες. Αν αφαιρεθεί η συμβουλευτική από την παιδαγωγική πράξη, τότε αυτή μετατρέπεται αυτόματα σε τεχνοκρατική διαδικασία και αντιμετωπίζεται ως κατακερματισμένο σύνολο.

Η συμβουλευτική θεωρείται βασική παιδαγωγική διάσταση μιας παιδαγωγικής πράξης που δεν περιορίζεται μόνο στην αναπαραγωγή, αλλά ταυτόχρονα στοχεύει στην ενεργητική κοινωνική ένταξη και δράση του μαθητή, στην ολόπλευρη ανάπτυξή του, τη χειραφέτηση και αυτοπραγμάτωσή του. Επομένως, η συμβουλευτική αποτελεί μια βασική παιδαγωγική διάσταση κάθε δημοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος στενά συνυφασμένη με τις άλλες διαστάσεις της εκπαίδευσης, τη διδασκαλία, την αγωγή και την αξιολόγηση.

Με την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού ως λειτουργού συμβουλευτικής, αποφεύγεται ο κίνδυνος ψυχολογικής επιβάρυνσης ή στιγματισμού των μαθητών λόγω παραπομπής σε κάποιον ειδήμονα: η παραπομπή του μαθητή σε εξωσχολικά ιδρύματα ή σε κάποιον λειτουργό συμβουλευτικής σημαίνει ενδεχομένως την αρχή μιας καριέρας «ψυχολογοποίησης των προβλημάτων του».

Η πρακτική αυτή υποκρύπτει τον κίνδυνο ετικετοποίησης και στιγματισμού του συγκεκριμένου μαθητή ως προσωπικότητας με αποκλίνουσα συμπεριφορά που χρειάζεται θεραπεία. Και φυσικά, όταν ένας μαθητής στιγματιστεί σε μια ομάδα, είναι δύσκολο να ξεπλύνει το στίγμα του, γιατί οι νέες πληροφορίες που θα παρέχονται για την αλλαγή στάσης-γνώμης θα προσκρούουν στην αντίσταση των μελών της ομάδας. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η σταθεροποίηση της αρνητικής αυτοεκτίμησης του μαθητή.

Η συμβουλευτική ήταν ανέκαθεν βασικό στοιχείο στις παιδαγωγικές υποχρεώσεις του εκπαιδευτικού: και σε παλαιότερες εποχές οι εκπαιδευτικοί ανταποκρίνονταν σε υποχρεώσεις συμβουλευτικής στο πλαίσιο του παιδαγωγικού και κοινωνικού τους έργου. Μέσα από την καθημερινή επικοινωνία με τους μαθητές, ο εκπαιδευτικός απλά και ασυναίσθητα παρήγαγε και παράγει συμβουλευτικό έργο.

Βέβαια, οι εκπαιδευτικοί τότε δεν ήταν θεωρητικά και πρακτικά καταρτισμένοι και επιπλέον ούτε οι μαθητές αντιμετώπιζαν προβλήματα ίδια με της εποχής μας. Σήμερα κυρίως, που τα προβλήματα είναι πιο σύνθετα και πολύπλοκα, πέρα από κάθε καλή θέληση και σοβαρή προσπάθεια, απαιτείται ειδική γνώση και ανάλογη κατάρτιση.

Αποτελεί καθοριστική ανάγκη η καθιέρωση της συμβουλευτικής σε έναν τόσο ευαίσθητο χώρο όσο είναι αυτός του σχολείου: η ανάγκη προσαρμογής του εκπαιδευτικού συστήματος στα νέα κοινωνικά δεδομένα απαιτεί μια ολοκληρωμένη κατάρτιση του εκπαιδευτικού σχετικά με τη συμβουλευτική του δραστηριότητα, η οποία θα πρέπει να παρέχεται στο πλαίσιο της αρχικής του εκπαίδευσης όσο και σε δια βίου προγράμματα επιμόρφωσης.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός




Αρχές και στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής σε σχέση με μαθητές Ε.Ε.Α.

Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής σε σχέση με μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι:

  • απόκτηση σχέσης εμπιστοσύνης με το παιδί,
  • αλλαγή της λειτουργίας του και συμπεριφοράς μέσα στη τάξη μέσα από τη μαθησιακή/ψυχοκοινωνική ενίσχυση,
  • ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησης και
  • ενίσχυση της θετικής εξωτερικής σε σχέση με τους συμμαθητές

Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής σε σχέση με μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι οι εξής:

  • διευκόλυνση ανάπτυξης και κινητοποίηση του έμφυτου δυναμικού του παιδιού,
  • καλλιέργεια συναισθηματικής και κοινωνικής έκφρασης,
  • καλλιέργεια διαπροσωπικών δεξιοτήτων και
  • ενίσχυση του μαθησιακού δυναμικού και απόκτησης δεξιοτήτων «καλής μελέτης» και κατανόησης υλικού.

Οι επαγγελματικοί σύμβουλοι που εργάζονται με τα άτομα οφείλουν να έχουν υπόψη τους ότι διάφορα στερεότυπα μπορεί να εμποδίσουν τον ανενημέρωτο σύμβουλο να δει το άτομο αντικειμενικά, να το ακούσει προσεκτικά και να επιδείξει ενσυναίσθηση, άσχετα με την τάξη, τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία, την ηλικία και άλλους περιορισμούς.

Τα συναισθήματα θυμού και ματαίωσης που νιώθουν οι πελάτες, οι οποίοι προέρχονται από ομάδες που αντιμετωπίζουν διακρίσεις, είναι δικαιολογημένα και δεν οφείλονται σε κάποια βαθύτερη ψυχοπαθολογία.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ




Αρχές και στόχοι της Συμβουλευτικής

Οι βασικές αρχές της Συμβουλευτικής είναι:

  • ο σεβασμός της προσωπικότητας του συμβουλευόμενου,
  • η συνεργασία συμβούλου και συμβουλευόμενου με βάση μια διαπροσωπική, αλληλοεπικοινωνιακή και ισότιμη σχέση αποφεύγοντας τις διακρίσεις, τις αξιολογήσεις και την κριτική από την πλευρά του συμβούλου,
  • η συνολική ανάπτυξη του ανθρώπου,
  • ο αυτοκαθορισμός και ο αυτοπροσδιορισμός του ατόμου,
  • ο σύμβουλος καθοδηγεί και συνεξετάζει με τον συμβουλευόμενο το πρόβλημα, τον βοηθά να βρει μόνο του τις λύσεις και αν είναι περισσότερες από μία είναι ελεύθερος να επιλέξει αυτή που του ταιριάζει καλύτερα για την επίλυση του προβλήματός του και
  • στηρίζεται στα βασικά αξιώματα της επικοινωνίας και δράσης.

Βασικοί στόχοι της Συμβουλευτικής είναι:

  • Η εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων που θα βοηθήσουν τους συμβουλευόμενους να φτάσουν σε ένα επίπεδο αυτονομίας και μεγαλύτερης αυτογνωσίας, ώστε να πετύχουν μια εκούσια εποικοδομητική αλλαγή της προσωπικότητάς τους.
  • η στήριξη στους ανθρώπους να βοηθήσουν τον εαυτό τους να σκέφτεται πιο θετικά για τους ίδιους και τις ικανότητές τους, αλλά και για τις αντίξοες συνθήκες των προβλημάτων που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν.
  • Η καλλιέργεια ενός συναισθηματικού κλίματος που θα βοηθήσει το άτομο στην ανάπτυξή του. Προϋποθέσεις για αυτό είναι αφενός να νιώσει το άτομο την ασφάλεια και την ελευθερία να εξερευνήσει τον εαυτό του και να έρθει σε μεγαλύτερη επαφή με τα δικά του συναισθήματα και αφετέρου η ικανότητα του συμβούλου να δημιουργεί συναισθηματική επαφή με τους άλλους.

Η Συμβουλευτική έχει άμεση σχέση με την έννοια της «Διαφορετικότητας» και της «Ισότητας» και αυτό προκύπτει από τις ίδιες τις αρχές της, βάσει των οποίων λειτουργεί ως επιστήμη. Στις βασικές αρχές της Συμβουλευτικής τονίζεται κύρια ότι ο κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά διάκριση, είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα με αξία, γίνεται αποδεκτός με σεβασμό, εκτίμηση και κατανόηση, θεωρείται ικανός να κρίνει και να αποφασίζει για την τύχη του, αντιμετωπίζεται με πνεύμα ισοτιμίας, αναγνωρίζεται η ορθότητα της υποκειμενικής του άποψης.

Έτσι, αναφορικά με την αποδοχή της διαφορετικότητας, οι ανθρωποκεντρικές αρχές της συμβουλευτικής, για να έχουν αποτελεσματική επίδραση στη νοοτροπία των ανθρώπων και να καλλιεργούν αντιστάσεις ενάντια στις προτροπές για διαχωρισμούς μεταξύ τους, πρέπει να περιλαμβάνουν ως απαραίτητες προϋποθέσεις την αποδοχή, τον σεβασμό και τα δικαιώματα του άλλου. Ουσιαστικά, είναι η αμοιβαιότητα και η αρχή της «ίσης μεταχείρισης».

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ




Αρχές και στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής

Οι βασικές αρχές της Σχολικής Συμβουλευτικής είναι:

  • απευθύνεται σε όλους τους μαθητές,
  • απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς που δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τις δυσκολίες των παιδιών σε ατομικό, διαπροσωπικό, οικογενειακό και σχολικό επίπεδο,
  • ανάπτυξη της ατομικής και κοινωνικής συναισθηματικής νοημοσύνης και ενίσχυση των γνωστικών λειτουργιών και των δεξιοτήτων σε πολλαπλά επίπεδα (μαθησιακό, κοινωνικό-διαπροσωπικό, συναισθηματικό, πρακτικής και συνθετικής σκέψης, σωματικής λειτουργίας)

Βασικοί στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής είναι να:

  • βοηθήσει όλα τα παιδιά να ενταχθούν ισορροπημένα και να εξελιχθούν ομαλά στο σχολικό σύστημα,
  • διευκολύνει εκπαιδευτικούς και γονείς να χειρίζονται πιο αποτελεσματικά και με τρόπο παραγωγικό τις καταστάσεις,
  • υποστηρίξει εκπαιδευτικούς να ανακαλύψουν εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας, ανάλογα με την ομάδα και τις περιπτώσεις των παιδιών, το είδος των αναγκών,
  • αξιολογήσει και να «αναγνωρίσει» τις αντοχές, τα όρια, τις δυσκολίες, τις ανάγκες και τις δυνατότητες των παιδιών,
  • βοηθήσει εκπαιδευτικούς και γονείς να κατανοήσουν τις δυσκολίες, την ψυχολογία, την αναπτυξιακή φάση, τις δυνατότητες, τα όρια των παιδιών και να τα ενισχύσουν με αποτελεσματικό τρόπο,
  • διευκολύνει την έκφραση προσωπικών ζητημάτων, συναισθηματικών φορτίσεων με αρνητικό χαρακτήρα και την επεξεργασία βιωμάτων που εκφράζονται μέσα από «προβληματικές», δυσλειτουργικές συμπεριφορές, ή πράξεις που αποπροσανατολίζουν το ίδιο το παιδί και τον περίγυρο, μεταφέροντας με προβληματικούς τρόπους τις εσωτερικές δυσκολίες και περιορισμούς, αλλά και τις αρνητικές εμπειρίες στο σχολείο,
  • βοηθήσει τους μαθητές, αλλά και τους εκπαιδευτικούς και γονείς να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται και να βιώνουν τα πράγματα διαφορετικά, και
  • καλλιεργήσει νέες δεξιότητες έκφρασης και επικοινωνίας και σχέσεων για όλους.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ




Σχολική Συμβουλευτική σε Ε.Ε.Α.

Με τον όρο «Σχολική Συμβουλευτική» νοείται ο Κλάδος της Ψυχολογίας που ασχολείται με την προώθηση και αποκατάσταση της «ψυχοκοινωνικής ισορροπίας και λειτουργίας» παιδιών E.E.A., γονέων και εκπαιδευτικών, που έχουν ανάγκη βοήθειας. Πρόκειται για την ισορροπία που έχει διαταραχτεί από ποικίλες αρνητικές περιβαλλοντικές επιδράσεις ή εμπειρίες και από εσωτερικές δυσλειτουργίες, συναισθήματα άγχους και φόβου.

Ακόμη γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικοί αναζητούν βοήθεια και υποστήριξη με αυτή για να διαχειριστούν ζητήματα ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής φύσης, ζητήματα σχέσεων, ζητήματα που τους προκαλούν σύγχυση, δυσφορία, ένταση, εσωτερικές συγκρούσεις, άγχος.

Έτσι, με αυτή την ειδικότητα, ο Συμβουλευτικός Ψυχολόγος βοηθά τον συμβουλευόμενο να βελτιώσει την προσωπική του κατάσταση, να ανακουφιστεί από τη λύπη και τη στενοχώρια, να επιλύσει τις κρίσιμες καταστάσεις που αντιμετωπίζει και να κάνει καλύτερη χρήση των αποθεμάτων και ικανοτήτων που διαθέτει.

Μια σειρά παραγόντων, όπως οι προσπάθειες για σχολική και κοινωνική ένταξη μαθητών με αναπηρία, η τεχνολογική εξέλιξη, το ενδιαφέρον για την ψυχική υγεία οδήγησαν την ανάπτυξη της συμβουλευτικής στον χώρο της ειδικής αγωγής, με πρωτοπόρα στην ανάπτυξη παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στο σχολείο την Γερμανία, με στόχο τη στήριξη του μαθητή στην ακαδημαϊκή του πορεία, την παροχή εξατομικευμένης ψυχοπαιδαγωγικής συμβουλευτικής σε παιδιά με δυσκολίες ή διαταραχές, καθώς και τη συμβουλευτική εκπαιδευτικών, διευθυντών και γονιών.

Το έργο αυτό επωμίζεται ο Σύμβουλος Παιδαγωγός, ένας παιδαγωγός ειδικευμένος στη συμβουλευτική. Στην περίπτωση των ατόμων με αναπηρία, η συμβουλευτική αφορά το άτομο και την οικογένειά του, αλλά και την ευαισθητοποίηση του σχολείου ευρύτερα. Καθοριστική είναι η πρόσβαση του ατόμου σε εσωτερικούς συναισθηματικούς πόρους, όπως το κουράγιο για συνεχή προσπάθεια, η ανοχή στη ματαίωση και την αποτυχία.

Το περιεχόμενο της Συμβουλευτικής περιλαμβάνει την παρακολούθηση των παιδιών σε χώρους, όπως το σχολείο, το σπίτι, την ψυχολογική τους στήριξη, την προσέγγιση θεμάτων που ενδιαφέρουν το παιδί, τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση προγραμμάτων ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων και τη διευκόλυνση για μια ομαλή μετάβαση από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ




ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ

Τα είδη της Συμβουλευτικής είναι η ψυχολογική συμβουλευτική, η παιδαγωγική συμβουλευτική, η επαγγελματική συμβουλευτική και η θεραπευτική συμβουλευτική. Στην εκπαίδευση χρησιμοποιούνται, κυρίως, τα δύο πρώτα είδη συμβουλευτικής, οι οποίες αποδίδονται με τον κοινό όρο ψυχοπαιδαγωγική συμβουλευτική, όπου εντάσσεται και η επαγγελματική συμβουλευτική με την έννοια του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού.

Ο όρος συμβουλευτική ταυτίζεται συχνά με άλλους όρους, όπως καθοδήγηση, προσανατολισμός, ψυχοθεραπεία από τους οποίους, ωστόσο, διαφοροποιείται. Η συμβουλευτική, είτε ατομική είτε ομαδική, βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές και επιδιωκόμενους στόχους.

Η ετυμολογία της λέξης παραπέμπει στη διαδικασία του συν-βουλεύεσθαι, κατά την οποία ένα εξειδικευμένο άτομο, ο σύμβουλος, βοηθάει τον συμβουλευόμενο να βελτιώσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, να βρει λύσεις στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με ανάπτυξη της δεξιότητας επίλυσης προβλήματος μια λήψης απόφασης και να ανακουφίζεται από αρνητικά συναισθήματα, όπως η λύπη και ο θυμός.

Πρόκειται για μια διαδικασία που προϋποθέτει την ύπαρξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στον σύμβουλο και τον συμβουλευόμενο, οι οποίοι επιδιώκουν την εύρεση λύσης σε ένα πρόβλημα κατέχοντας διαφορετικό βαθμό εμπειρίας και εξειδίκευσης.

Για τον σκοπό αυτό, ο σύμβουλος αξιοποιεί ψυχολογικές μεθόδους που στηρίζονται σε συστηματική και βαθιά γνώση της ανθρώπινης προσωπικότητας και εφαρμόζει στρατηγικές για να επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή. Για την επιλογή των πιο κατάλληλων στρατηγικών ο σύμβουλος λαμβάνει υπόψη του τους στόχους του συμβουλευόμενου και τον θεωρητικό προσανατολισμό του ιδίου.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ




Μοντέλα Σχολικής Συμβουλευτικής

Η Σχολική Συμβουλευτική μπορεί να ασκηθεί στη βάση δύο μοντέλων, η ταξινόμηση των οποίων προκύπτει από το άτομο που αναλαμβάνει τον συγκεκριμένο ρόλο.

  • το «συμβουλοκεντρικό» μοντέλο: η συμβουλευτική στο σχολείο ασκείται από εξειδικευμένο σύμβουλο με αποκλειστικότητα στον ρόλο του και
  • το «δασκαλοκεντρικό» μοντέλο: η συμβουλευτική στο σχολείο ασκείται από τον εκπαιδευτικό κατά την παιδαγωγική πράξη και αποτελεί μέρος του Αναλυτικού Προγράμματος.

Το  Μοντέλο διασύνδεσης θεωρίας, έρευνας και συμβουλευτικών παρεμβάσεων

Στο σημείο αυτό, περιγράφεται ένα ενδεικτικό εννοιολογικό μοντέλο, του οποίου η προσέγγιση γίνεται με βάση το μοντέλο του επιστήμονα-επαγγελματία στη σχολική ψυχολογία, ακολουθείται μια συστημική διαδικασία τόσο στην αξιολόγηση και παρέμβαση όσο και στην προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη και ταυτότητα των σχολικών ψυχολόγων και, τέλος, προβλέπει την απασχόληση των σχολικών ψυχολόγων στην έρευνα, τη συμβουλευτική πρακτική και την εκπαίδευση.

Το μοντέλο αποτελείται από τέσσερις εξελικτικές φάσεις:

  • Φάση Ι: Διερεύνηση του προφίλ σχολικής προσαρμογής και επάρκειας μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
  • Φάση ΙΙ: Διερεύνηση της σχολικής προσαρμογής μαθητών με ‘διαφορετικές ανάγκες’ και ειδικών θεμάτων.
  • Φάση ΙΙΙ: Διερεύνηση των αντιλήψεων για την παροχή συμβουλευτικών ψυχολογικών υπηρεσιών στα σχολεία και τον ρόλο του σχολικού ψυχολόγου και αξιολόγηση των αναγκών στα σχολεία για εφαρμογή προγραμμάτων παρέμβασης.
  • Φάση ΙV: Ίδρυση και λειτουργία Κέντρων στο Πανεπιστήμιο με σκοπό τη σύνδεση της θεωρίας, της έρευνας και της παρέμβασης στο σχολικό περιβάλλον.

Τα πολυεπίπεδα προγράμματα στοχεύουν:

  • στην ψυχοκοινωνική, μαθησιακή και συμβουλευτική υποστήριξη μαθητών σε σχολεία και ιδρύματα
  • στην κατάρτιση και συμμετοχή μεταπτυχιακών φοιτητών Σχολικής Ψυχολογίας στην εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων στο σχολείο και στην παροχή ψυχολογικών-συμβουλευτικών υπηρεσιών στο σχολείο
  • στην ευαισθητοποίηση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε προγράμματα πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας των παιδιών στο σχολείο, αλλά και την ευαισθητοποίηση των γονέων.

Κατερίνα Συμφέρη
Εκπαιδευτικός & Προπτυχιακή Ιταλικής Φιλολογίας ΑΠΘ