Playlist to read this article
Everlong by Foo Fighters
Prologue
Πάντα μου άρεσε ο μακροπερίοδος λόγος . Και ας μας μαθαίναν στο σχολείο ότι δεν πρέπει στην έκθεση να τον χρησιμοποιούμε . Είχε κάτι το εξουσιαστικό , το μαγικό πάνω μου . Λάτρευα τα κόμματα , τα επίθετα που στοιχίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο και άντε να βρεις την άκρη τους , περιέγραφαν τον απερίσκεπτο ενθουσιασμό μου . Με γέμιζε δύναμη και ανάγκη , να πω την ιστορία πριν ακόμα χαράξει . Ας μου συγχωρεθεί τούτη η αμαρτία , για αυτήν την ιστορία .
Τα πόδια του είχαν βουλιάξει στην βρεγμένη άμμο , περιμένοντας υπομονετικά να αντικρίσει την μορφή της . Ο ουρανός είχε αρχίζει να ροδίζει , όταν η μαγική της λάμψη , έσυρε βοή και τάραξε την ηρεμία των πτηνών που παραμόνευαν κρυφά , στις άκρες των βουνών. Πρωτόγνωρο για ‘κεινη . Σκοτεινός και απόμερος , ο δρόμος καθώς ήταν , τα μάτια της δεν φόβιζε , καμία ανησυχία . Οι παλμοί της ήταν σταθεροί , ένιωθε σαν σπίτι , ο άνθρωπος που είχε απέναντί της . Μικρές μεγάλες λέξεις , χείμαρρος τα λόγια της , μονόλογος που σπάει καντράν χιλ-ιομέτρων , σαν έρημο Σαχάρα χωρίς φραγμό και σκέψη . Και εκείνος , εκείνος που ξεμυτίζει από χρυσό – γεμάτο δώρα – κάστρο , σαν βγει από βραδύς , αστερισμός των Διοσκούρων , σημάδι απροσπέλαστο , αιώνιο καταφύγιο , μοιραίο δειλινό που σιγολιώνει . Ο μικρός πρίγκιπας άκουγε με προσοχή το στόμα της να ανοιγοκλείνει , μελωδία ανήκουστη, από άλλον πλανήτη . Της είχαν θυμώσει , ζεστά και πολύχρωμα αστέρια , είχε την τύχη να μιλά με θνητό , γιο βασιλέα μέγα . Και τι ήταν εκείνη ; Μια μοναχική και απρόσιτη Σελήνη. Βλέπεις , οι άνθρωποι , του πε ψιθυριστά , σαν να φοβόταν πως θα ξυπνούσε οικισμούς και γύρω χωριά , έχουν την τάση να πληγώνουν . Να μην εκτιμούν την φύση , τον Δημιουργό , τον ίδιο τον εαυτό τους . Να χάνονται και να περνούν , το λιγοστό τους χρόνο , σε ξένα αποτυπώματα , σε πλάνες ξελογιάστρες . Μην τα παρεξηγείς – μην πεις πως φταις σε κάτι. Είναι που τραύμα κουβαλούν , βαρύ και δεν μπορούν να το σκεφτούν , πως όλοι δεν είναι ίδιοι .
Δύσκολο να ξεχάσεις την όψη του , βασιλική θωριά και ελεύθερο του πνεύμα . Τα μάτια του , δάσος απόμερο στην άκρη του βουνού , κύμα που σκάει στην ακτή μόλις βραδιάσει , πίνακας του Ρέμπραντ , κρεμάμενος επί Λούβρο , φύλλα που ‘τα σερνε ο αέρας , φεγγάρι αυγουστιάτικο που καθρεφτίζεται στην λίμνη . Τα μάτια του τα φωτεινά , αλλάζουν χρώμα κάθε φορά , σαν φώτα Χριστουγέννων , τυλιγμένα σε έλατο που το βαραίνουν τα στολίδια , φάτνη που λείπουν οι βοσκοί , τον Μεσσία να προυπαντήσουν , στα μάτια του τον βρίσκουν και τον καλωσορίζουν . Είναι τα μάτια του φωτιά , Αίτνα , Βεζούβιος και λάβα , είναι αγέρας που τρυπώνει ανάμεσα στα παραθυρόφυλλα , την ώρα που η νοικοκυρά καλημερίζει την ανατολή και ατενίζει στο άπειρο με αναστεναγμό και σκέψη . Είναι ιδέα λαμπερή , φωτιά στα σωθικά της , όταν υψώνει την ματιά του στα δικά της και λιώνει σαν θεά στους πρόποδες του Ολύμπου . Είναι έργο που προσέφεραν , Ικτίνος , Καλλικράτης , με χέρια θεϊκά τον εσφυρηλατήσαν , ασπίδα που’ φτιαχνε χίλιες μια νύχτες , στο κρυφό του εργαστήρι , Ήφαιστος μέγα σιδηρουργός με ολόχρυσο μαντήλι. Είναι τα αστέρια που στολίζουν τα καστανόξανθα μαλλιά του και μπρος στην πυρά θυσιάζουν , χωρίς να το σκεφτούνε , τις μάγισσες , τους δαίμονες και ό,τι άλλο βασανίζει , τις σκέψεις της μοναχικής και απρόσιτης Σελήνης . Ο μικρός πρίγκιπας ήταν ένα πλάσμα , από εκείνα τα περίεργα , τα αλλόκοτα , τα σπουδαία , ήταν μια έννοια αόριστη και ταυτόχρονα οριστέα , ήταν κοχύλι στολισμένο με φύκια και πολύχρωμες δαντέλες, που δεν άνοιγε ποτέ παρά μονάχα σε εκείνους που το θελε και αγαπούσε . Ήταν τα χέρια του γραμμές , κάθετες οριζόντιες , παράλληλες και ευθείες , ήταν πετρόχτιστα αρχοντικά με δούλους και αφεντάδες να τρώγουν και να πίνουν σιμά στο ίδιο τραπέζι , με κεντητό τραπεζομάντηλο , όμορφα στρωμένο . Ήταν τα λόγια του , βαρέα , το μέλλον να αλλάξουν και ράβε ξήλωνε τον κόσμο θε να τον εβάψουν, με χρώμα του φωτός, ελπίδα χαρισμένο , με κίτρινη μπογιά που μένει και δεν φεύγει . Τι λέγαμε , τι γράφαμε , θαρρείς πως ξέχασα τι σκέφτομαι και νιώθω ; Α ναι , για εκείνον , τον μικρό , τον πρίγκιπα, τον νέο ,με τα υπέροχα χρώματα που ‘χε για χάδια , το γέλιο σαν γάργαρο νερό και τα βλέφαρα κλειστά , σαν να απολάμβανε κονσέρτο από βραδύς , εν ώρα του πολέμου .
Τον κοίταξε αποσβολωμένη , μια μεθυστική ζάλη , από εκείνες που αναδεύουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπινου οργανισμού, προκαλούν ένα γνώριμο συναίσθημα ευφορίας και σφυρηλατούν την θέρμη που αναπλάθει τα παγωμένα ακροδάχτυλα του , τύλιξε την απόσταση μεταξύ τους και φλόγισε τα μάγουλα της. Κάτω από το βελούδινο πέπλο του ουρανού, η αναπνοή του επανήλθε στο ρυθμό που πρόσταζε η καρδιά του και κοίταξε το χέρι της , αλεξανδρινά ερείπια των αυτοκρατοριών που μάχονταν για μια ματιά της. Μια αυθόρμητη κίνηση και θα τα χαλούσε όλα. Καρτερούσε να σφίξει το μικρό κλωνάρι που φάνταζε για χέρι στο δικό του και να της πει πως την καταλαβαίνει . Πως είναι εδώ , ακοίμητος φρουρός , φυλάει Θερμοπύλες για κείνες τις καταιγίδες που ταράζουν τα ήρεμα γλυκά νερά της λίμνης που καθρεφτίζεται στο βλέμμα της. Μα η Σελήνη , χιλιοβεβηλωμένη, αστόλιστο δάκρυ του ουρανού δεσπόζει, σε μια γωνιά της στέρνας , ενώ μικρές μικρές αχτίδες τυφλώνουν το εικόνισμα της και διαγράφεται ολοκάθαρα το λειψό αποτύπωμα χαδιού, που τόσο έχει ανάγκη . Σαν νύμφη του βουνού έλουζε το χρυσοκεντημένο δέρμα της σε αθάνατο νερό , την νύχτα που ο ήλιος πενθούσε, φιλώντας απαλά τα ματωμένα χείλη της και φάνταζε για αερικό , βηματίζοντας γοργά, σαν διέκρινε ανθρώπινη κορμοστασιά να εισχωρεί στα πέλματα της . Αλίμονο , που πήγαινε να μπλέξει , ποια αρχαία θρησκεία και ποια τελετουργία , έφερε στο διάβα του σαν όρισε η μοίρα , μια τέτοια οπτασία ;Είχε μπροστά του , καταγής , το πιο ποθητό σώμα του ουρανού, ελιξίριο φτιαγμένο με ευτυχία , φοβόταν μην και δε ραγίσει τις γυάλινες επιφάνειες που κοσμούσαν το κορμί της. Σαν να ‘ξερε πως αίμα αθώων θα χυθεί , αν τολμούσε τούτα τα χείλη να φιλήσει. Και μετά , τι μπορεί να ακολουθήσει ;
Θυμάσαι , του είπε , θυμάσαι πως με κοίταξες την ώρα που έτεινα το χέρι προς το μέρος σου, για να το πιάσεις και σε σκοπούς μελωδικούς τα βήματα μας να χαράξεις ; Ήταν το πιο ζεστό και ονειροπόλο βλέμμα που έλαβα ποτέ μου . Σαν να διέκρινες τις χίλιες μύριες σκέψεις μου και πολέμησες τους δαίμονες που με ενοχλούν τα βράδια , σαν να ‘δες σε μένα όλες τις ηλιαχτίδες του ουρανού , δίχως να ‘χω μέσα μου φλόγα καμιά και ελπίδα. Κοίταξε με. Είμαι η Σελήνη , η κόρη του Υπερίωνα , ένα γαλαξιδιακό σύμπλεγμα ομορφιάς , εκείνη που θαυμάζουν. Εκείνη που οι άνθρωποι αποφεύγουν να πλησιάσουν , μήπως και στερέψει το οξυγόνο. Είμαι ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης και απέχω 384.403 χιλιόμετρα από την ανθρωπότητα . Είμαι η Σελήνη , ένα κορίτσι που αγαπά τα μακρινά ταξίδια και τις ακρογιαλιές. Εξαφανίζομαι σαν έρθει η χαραυγή , για να δώσω την θέση μου στον μεγαλοπρεπή Ήλιο. Πάντα θεωρούσα την αγάπη ,απόκτημα των Γήινων, έκλαιγα βουβά τις νύχτες, καρφιτσωμένη σε τροχιά απογοήτευσης , για αυτά που μας χωρίζουν. Και εσύ , μικρέ μου πρίγκιπα , όαση της Σίβα, σαν να ξέρες πως φτιάχτηκα για σένα , μου χαμογέλασες λειψά και μου πες αν μπορείς, κατέβα . Κατέβα κόρη του ουρανού , άσε τον θρόνο σου για λίγο και άσε τα χέρια σου ανοιχτά , να σε αγκαλιάσω ,μήπως να φύγω; Ο μικρός πρίγκιπας έσκυψε το κεφάλι προβληματισμένος . Θυμόταν τα πάντα. Αυτή η πεταλούδα με τα πολύχρωμα φτερά και την πασπαλισμένη αστερόσκονη στις άκρες , θυμόταν τα πάντα . Κάθε κίνηση , κάθε του βλέμμα. Σαν να ‘ ταν μαγεμένη από τον τρόπο που ανοιγόκλεινε τα υπέροχα χείλη του . Μπορεί και να ήταν . Γέλασε δυνατά , σε μια στιγμή αδυναμίας – πάλευε το ουράνιο πλάσμα να ξεμπλέξει τα ατίθασα κοχύλια που μαζευόταν στα μαλλιά της , το κύμα τα χε φέρει . Περπατούσαν ολοταχώς προς το τέλος του δρόμου , εκεί που σύχναζε η Σελήνη , εκεί που η άμμος υποχωρεί και εκεί που η θάλασσα ανοίγει . Εκεί που ο Λόρκα συναντά τον Καζαντζάκη , εκεί που τα πουλιά κελαηδούν , στίχους μακρόσυρτους του Ελύτη . Το γέλιο του μικρού πρίγκιπα , σωστή κλίμακα του πενταγράμμου , σαν θρόισμα της μοίρας άγγιζε τα αυτιά της και ανατρίχιαζε τα εσώψυχα της . Ένιωθε πλήρης.
Την είδε , καθώς ξεπρόβαλε αργοπορημένη πίσω από τα σύννεφα που επισκίαζαν την φλογερή της όψη . Οι πρώτες σταγόνες ευτυχίας έλουσαν το πρόσωπο της ,φωτίζοντας την φεγγαρόσκονη που ’χε φωλιάσει στις φακίδες της . Η Ανατολή , η περήφανη αναγέννηση της λύπης , με τις μυστικιστικές τελετουργίες που ‘χε για σύμβολο αληθείας , και το στεφάνι στα μαλλιά που έπλεκαν για εκείνη , χαμογέλασε πικρά προς την όμορφη Σελήνη – ήξερε πως ήταν καιρός πια να αποχωρήσει. Ο μικρός πρίγκιπας κοίταξε προς το μέρος της και βάλθηκε να απομνημονεύει τις κινήσεις της . Βιαστικές , απόμακρες , άτσαλες κινήσεις , μηχανικά σκέπασε τα πόδια της με άμμο και έστρεψε το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της προς τον ορίζοντα . Τα μάτια της έλαμψαν , όπως κάθε άλλη φορά που ερχόταν τούτη η ώρα . Ήταν η αγαπημένη της στιγμή. Η ώρα που έπρεπε να φύγει . Η ώρα που έπρεπε να δει τον Ήλιο να φωτίζει. Θα σε ξαναδώ , την ρώτησε ψιθυριστά ο μικρός πρίγκιπας , απευθυνόμενος περισσότερο στον εαυτό του. Την ησυχία έσπασε εκείνη , κλοτσώντας αμήχανα μερικά πετραδάκια που στόλιζαν την ακτή που τόσο αγαπούσε . Η φύση ορίζει για εκείνους που τολμούν και θέλουν . Για εκείνους που λένε όσα καίγονται και όσα δεν γίνονται ποτέ. Κάπου κάπου , μια κιθάρα αντηχούσε , σκοπούς για ακυβέρνητες αγάπες τραγουδούσε. Ήταν το τραγούδι του για κείνη , νότες που εξέφραζαν πόσο περίμενε τούτη την στιγμή , πόσο ήθελε να μείνει. Οι λιγοστές ανθρώπινες φιγούρες ξεπρόβαλαν στο τέλος του δρόμου , εκεί που το κύμα σταματά και η άσφαλτος αρχίζει , για τον πρωινό τους περίπατο , διακόπτοντας βίαια την ευφορία που γλιστρούσε ανάμεσα στα κορμιά τους. Σηκώθηκε απότομα , κοίταξε γύρω της , σαν να φοβόταν τις σκιές που έζωναν τους τοίχους και με μια κίνηση αστραπής χάθηκε από το οπτικό του πεδίο , αφήνοντας τις σκέψεις του κενές και την καρδιά του άδεια. Αυτό ήταν . Το σεληνιακό πλάσμα είχε πια εξαφανιστεί. Ο μικρός πρίγκιπας έστρεψε το βλέμμα του , σαν να ‘ξερε τι έπεται, προς τα σύννεφα που είχαν ζωγραφίσει την φυγή της .Τίναξε τους κόκκους άμμου , που βρήκαν στέγη στα παπούτσια του και αποκαρδιωμένος βημάτισε αργά προς την έξοδο . Είχε πάρει πια , τον δρόμο της επιστροφής.
Αριάδνη Εμμανουηλίδου