Γράμμα σ’ ένα αεροπλάνο

Παρασκευή βράδυ κι η σιωπή εκεί έξω, διαπερνά με ένα άγγιγμα όλες σου τις σκέψεις. Είναι η στιγμή που περιμένεις κάθε εβδομάδα από τότε που άρχισε να γίνεται συνήθεια. Οι μουσικές που αρχίζουν σιγανά ν’ ακούγονται στο ραδιόφωνο, ο τρόπος με τον οποίο περπατάς διστακτικά μέχρι το παράθυρό σου και με το που φτάνουν τα δάχτυλά σου ανάμεσα στις μισοσπασμένες περσίδες του, κρυφοκοιτάζοντας τη νύχτα που αφήνει το χιόνι να σκεπάσει κάθε σου κρυφή επιθυμία. Κρατώντας τη μυστική…

Ψάχνοντας ένα λευκό χαρτί κι εκείνο το μολύβι που η άκρη του αντέχει ν’ αποτυπώνει κάθε λέξη που μπορείς να γράφεις με τα μάτια κλειστά. Ένα χαρτί από εκείνα που το μέγεθός τους ταιριάζει ακριβώς για να στριμωχτεί σ’ έναν από εκείνους τους φακέλους που γύρω γύρω σημαδεύονται από μπλε και κόκκινες μικροσκοπικές γραμμές. Αυτούς που δεν μπορείς να κλείσεις καλά γιατί… πλέον όσα χωρούν μόνο πάνω σ’ ένα σκισμένο φύλλο, αρκούν για να ‘ναι πιο βαριά κι απ’ τις ανάσες σου. Γράμματα που μαζεύονται από ξένα χέρια και πετάγονται με φόρα στον έλεγχο των αεροπλάνων εκείνων που μεταφέρουν τα όνειρά μας. Άνθρωποι που μπερδεύουν τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα και ξεθωριάζουν το άρωμά μας, για να ελέγξουν με ωμότητα κάθε μας “θέλω”, πριν καν προλάβει να φτάσει στον προορισμό του. Καθυστερώντας στο διάδρομο που σαν βιτρίνα πάνω της, τοποθετείται μαζί με τα υπόλοιπα πακέτα. Και γλιστράει στο γραμματοκιβώτιό του, πάντα δεύτερο…

Ένας δυνατός θόρυβος, αποσπά την προσοχή της φαντασίας σου. Και ξαφνικά… τα φώτα βρίσκουν την ώρα να σβήσουν. Μόνος, στη μέση ενός δωματίου που ψάχνεις μόνο με την αφή σου όσα απόδρασαν από το γράμμα των επιθυμιών σου και ελπίζεις πως θα τ΄αγγίξεις. Θα τα βρεις εκεί. Σκοντάφτοντας πάνω στην ανάσα τους που προσπαθούν να κρύψουν, κλείνοντας δυνατά με το χέρι, τα χείλη εκείνα που έχουν στοιχειώσει τον ύπνο σου τα ξημερώματα. Την αίσθηση ζεστασιάς που λείπει τώρα από το κρύο ξύλινο δάπεδο που περπατάς ξυπόλητος. Διστακτικά. Ψάχνοντας, συνειδητοποιείς πως είσαι στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας και τα πόδια σου πατάνε στα σύνορα που σε χωρίζουν από τον κόσμο εκεί έξω. Τότε απότομα, γυρνάς σαν να περιμένεις να δεις την απόσταση να γίνεται ευχή. Τη μοναδική που μπορείς να σπαταλίσεις για να μπορέσεις να τραβηχτείς πίσω και να απομακρυνθείς από εκεί έξω που δεν σταματάει να στρώνει κάθε χιονονιφάδα που διαλέγει να βρει έδαφος δίνοντας άσπρες πινελιές στο τοπίο που φιλοξενεί το σκοτάδι σου, εδώ. Μέσα και έξω από τα στόρια του δωματίου σου.

Το κουτί με τα σπίρτα που φυλάς στο συρτάρι, δίπλα στα σχεδόν σφραγισμένα από επιλογή ημερολόγια της ζωής σου, είναι πλέον βρεγμένο. Δε σ’ αφήνει να ανάψεις το κερί που θα μπορέσει να σε κατευθύνει, σχεδιάζοντας το μονοπάτι της διαδρομής σου, με τα φώτα κλειστά. Σαν να μη θέλει απόψε να φτάσουν οι επιστολές σου στον παραλήπτη τους. Σαν να μην πρέπει το τσιγάρο ν’ αλλοιώσει τη γεύση σου απόψε. Και σημειώνεις με μικρά γράμματα κάτω κάτω να μη μαθευτεί ποτέ αν διαβάστηκαν οι απαντήσεις που πρόφτασες να λάβεις ανάμεσα σε αλληλογραφίες που σκίζεις μέχρι να φτάσεις σ’ εκείνη που έρχεται πάντα την ίδια μέρα. Στο ίδιο σημείο. Σαν ραντεβού. Σε περιμένει εκεί, για να μεταφράσει κάθε γουλιά μουσικής που καταπίνεις μέσα από το ποτήρι του κρασιού σου. Η βελόνα στο πικάπ προχωρά και γυρίζει πίσω μόνη της, παίζοντας το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά. Είναι το “Black” από τους Pearl Jam… και από τότε που μπήκε πειρατικά στη συχνότητα της ζωής σου, κάθε νύχτα τα φώτα σβήνουν και ζεις στο σκοτάδι του.




Τα… έντεχνα Σαββατόβραδα της ζωής μου

Αν κοιτάξεις γύρω μας, θα συνειδητοποιήσεις πως όλοι ζούμε σπρώχνοντας τις ώρες και τις μέρες της καθημερινότητάς μας, για να φτάσουμε στο πολυπόθητο Σαββατόβραδο. Τη σκέψη που σε βάζει στη διαδικασία να μετράς αντίστροφα, τοποθετώντας μία νοητή αρχή, μία ανυπόμονη μέση κι ένα επαναλαμβανόμενα λησμονημένο τέλος. Περιμένοντας… για το επόμενο βράδυ Σαββάτου.

Η καταιγίδα της νύχτας εκείνης, είναι συχνό φαινόμενο. Όλα όσα βίωσες μέσα στις προηγούμενες μέρες που προετοιμάζονταν όλες τους να ντυθούν στα «καλά» του Σαββάτου σου, ξεχνούσαν να στρέψουν την προσοχή τους στις λεπτομέρειές σου. Τόσες πρόβες, τόσα κουστούμια και τόσοι μονόλογοι, όλα άδικα. Αφού ο καιρός (σου), στα χάλασε. Απ’ τις φορές που οι προβλέψεις σου, μετατράπηκαν σε ιστορίες από εκείνες που διαβάζεις στο τρένο που σε μεταφέρει μέχρι το σταθμό της νύχτας εκείνης. Ιστορίες που θα ξεφυλλίσεις, θα περάσουν με κεκτημένη ταχύτητα μπροστά από τα τοπία της διαδρομής σου και τελικά, θα αποδειχθούν μέρος της ντουλάπας των ανεκπλήρωτων σου.

Τα φιλμ τους, άλλοτε θα ‘ναι ασπρόμαυρα κι άλλοτε θα χρωματίζονται από τις πιτσιλιές των λέξεων που επιλέγουμε να τα περιγράψουμε. Συνήθειες που δεν κρύβονται, οι τάσεις μας να επαναφέρουμε στη μνήμη μας προηγούμενα Σαββατόβραδα και να προσπαθούμε να αποτυπώσουμε την πιστή αντιγραφή τους. Μία βαρετή αναπαράσταση, γιατί θα της λείπει αισθητά η έμπνευση. Σκηνές και κλικ, που μοιάζουν με κοινά, όπως όλα. Τα ‘χεις δει από άλλα μάτια και τα ΄χεις ζήσει από ξένα χείλη. Τα ΄χεις ζηλέψει. Μα σου ταιριάζουν άραγε…;

Η μυρωδιά του χαρτιού και τα σημάδια του μελανιού, με τα οποία γράφεις προσεκτικά το σενάριό τους. Τα γράμματά σου καλλιγραφικά, για να φτάσουν προσεγμένες οι προσκλήσεις, σ’ όσους ανθρώπους έχεις ανάγκη ν’ ακούσεις το γνωστό τους βήμα στο κατώφλι της νύχτας εκείνης. Προσθέτοντας τόσες κλεμμένες στιγμές από αποκόμματα ρομαντικών βιβλίων που είχες κρύψει στις ανυπόμονες επιθυμίες σου και περιμένοντας τον αέρα να φυσήξει κάνοντάς τες μία μία σκηνές από ταινία που επέμεινες στην επανάληψή της. Σαν παράδοση. Κάθε Σάββατο…

Η γεύση του κρασιού, που έγκειται σ’ όσα φτάνει να σε ταξιδέψει η φαντασία. Η ανάσα σου στεγνή, απ΄ όσους δρόμους έτρεξες για να φτάσεις στη νύχτα εκείνη. Το χρώμα του, έντονα συνδεδεμένο με το αγαπημένο σου μέρος που γουλιά γουλιά ακούς τις σκέψεις σου, κάθε Σάββατο. Γεμάτο αφίσες από συναυλίες του παρελθόντος και χαραγμένα στις καρέκλες του κρυφά σου πάθη. Πλάτη με πλάτη όσα μπόρεσες ν’ αγγίξεις στο διάβα σου, μα σβήνουν εκεί, μαζί με το τσιγάρο που έφτασε να κάψει τις άκρες απ’ τα δάχτυλά σου, μα θες να απολαύσεις κάθε σπιθαμή του. Η μυστική σου σύνδεση με την… έντεχνη χροιά της σκηνής που ζωντανά αναπαριστά φόβους, αλλά ξεχνά κάθε πρέπει σου.

Η ατμόφαιρα του πενταγράμμου. Οι λέξεις που άναψαν σαν κεριά και φυσάνε τη μυρωδιά της νύχτας εκείνης. Οι φλόγες που φωτίζουν τις νότες κάθε μέτρου που η πρεμιέρα του, μαζί με τη δική μας, φτάνει σαν την πρώτη της φορά, κάθε Σάββατο. Στο ραδιόφωνο βραχνά, όσο ετοιμάζεσαι ξεσκονίζοντας τους ώμους από το καλό σου παλτό, σιγοτραγούν δύο φωνές. Μία γυναικεία και μία ανδρική. Όπως οι λαβύρινθοι της ζωής. Είναι η Παυλίνα κι ο Μπάμπης. Σ’ αυτό το τραγούδι, που με το νόημά του, έρχεται να ενώσει το παζλ εκείνης της νύχτας. “Λαβύρινθοι

Tα… έντεχνα Σαββατόβραδα της ζωής μου.




Γιατί ερωτευόμαστε… «μουσικούς» ανθρώπους;

Κάπου εκεί έξω, υπάρχουν άνθρωποι που μεταμορφώνουν όλα όσα αισθάνονται, σε μελωδίες. Επιβιώνουν σε μία εποχή που όλα γύρω μας αλλάζουν τόσο γρήγορα και τίποτα πια δεν είναι ίδιο. Μπορούν και ανακατεύουν την ένταση του πάθους μέσα σε μία ήρεμη δύναμη, που σε συντροφεύει κάθε φορά που έχεις την ανάγκη να τρέξεις μακριά απ’ όσα σου δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα. Άνθρωποι που φυλάνε τα όνειρα τους σ’ έναν κόσμο, που το εισητήριο για τον προορισμό του, καταφέρνουν τελικά να βρουν λίγοι ανάμεσα μας. Εκείνοι οι «όμορφοι ξένοι», που ερωτευόμαστε τη ζωή μέσα από τα μάτια τους. Ή μήπως μέσα από… τη μουσική τους;

Μέσα στο πλήθος, ο κάθε ένας από εμάς, ξεχωρίζει εκείνον που θα πιστέψει πως θα βρει κοινούς προορισμούς, θα αναζητήσει τους σταθμούς αυτούς που ήταν περαστικοί κάποτε κι οι δύο και θα φτάσει να συνειδητοποιήσει πως όλα όσα έψαχνε εκεί έξω, ήταν δίπλα του. Αρκεί πολλές φορές όχι μόνο να παρατηρείς, αλλά να κλείνεις τα μάτια για λίγο. Να ακούς τις μελωδίες. Να εμπιστεύεσαι τα ακούσματα που σε καθοδηγούν. Να αφήνεσαι σε όσα σου λένε σιγανά, ανάμεσα στη μουσική. Γιατί τα πράγματα γύρω μας έχουν την περιγραφή που εμείς τους έχουμε δώσει. Όλα τα γεγονότα της ζωής μας, μένουν ως εικόνες στο χρονοντούλαπο του μυαλού μας μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε τις κατάλληλες λέξεις για να τα ντύσουμε. Εκεί που οι λέξεις, χάνονται στους λαβύρινθους της μουσικής και οι «μουσικοί» άνθρωποι μετατρέπουν τις εικόνες μας σε εκρηκτικά συναισθήματα. Γιατί η καθημερινότητά μας είναι πλέον τόσο γρήγορη κι οι άνθρωποι που περνάνε από αυτή, έχουν την τάση πάντοτε να τρέχουν στον ιδεατό διάδρομο της συνήθειας, της ρουτίνας, της κυνικής πραγματικότητας. Μόνο εκείνοι. Εκείνοι μπορούν να σε πάνε μακριά για λίγο. Να μεταμορφώσουν κάθε επιθυμία σου σε μία ολοκληρωμένη ιστορία.

Οι άνθρωποι «εκείνοι», ερωτεύονται σπάνια. Η φύση τους είναι τόσο μοναχική. Η σύνθεση του χαρακτήρα τους, ιδιαίτερη. Σκέψου πως θα ‘ταν να μπορούσες μόνο εσύ να καταλάβεις με ποιον τρόπο οι ερμηνείες σου είναι σημαντικές. Σημαντικές για να μπορείς να αναπνέεις στο ρυθμό του ρομαντισμού. Ακόμη και μικροπράγματα, να έχουν ξεχωριστή σημασία, γιατί όλα είναι μέρος του μουσικού κομματιού της ζωής τους. Σκέψου πως θα ‘ταν κάθε προηγούμενη εμπειρία τους, να ‘ναι ένας συνδυασμός από νότες μοναδικός για να φτάσει να περιγράψει τον τρόπο που σκέφτονται στο σήμερα. Ο πόνος που ίσως να ‘χουν νιώσει, να είναι δέκα σειρές με στίχους που αποκαλύπτουν τη μυστήρια πλευρά της νύχτας τους. Κι η ευτυχία, δέκα παύσεις αναπνοής ανάμεσα στις νότες τους. Η σχέση τους με το χρόνο, να αποτυπώνεται εκεί που συναντούν το μουσικό μέτρημα που σε κάθε χτύπο εναλλάσει στο μυαλό και τις διαφάνειες από όλες εκείνες τις κρυφές κι ανείπωτες επιθυμίες. Σκέψου κι εκείνους που μπορούν και κατευθύνουν όλα τα παραπάνω, μουσική και στίχους και χρόνο. Για εκείνους μπορώ να σου πω με σιγουριά πως αφού φέρουν τη μαεστρία αυτή, ικανοί να διευθύνουν κάθε χαρακτήρα της μουσικής στα ίδια τους τα χέρια, ακόμη και ακίνητοι μπορούν να σχεδιάσουν στον αέρα την πορεία προς τον δικό τους μοναδικό προορισμό. Σ’ έναν δρόμο χωρίς ταμπέλες, ενός κόσμου που δε χάνονται ποτέ και που όσοι τους γνωρίζουν, παλεύουν να συγκρατήσουν την εικόνα τους στο μυαλό τους.

Γιατί οι άνθρωποι «εκείνοι», κρύβονται. Δεν τους συναντάς συχνά. Στέκονται με πλάτη στο κοινό όσο απολαμβάνεις την ιστορία τους, σ’ αντικρίζουν μόνο για λίγα λεπτά και μετά εξαφανίζονται. Ξεφυλλίζουν κάπου απόμερα τις σελίδες των μουσικών βιβλίων εκείνων που ξεκλειδώνουν τις πόρτες της ζωής, σε δωμάτια που αν βρεθείς μαζί τους, η καρδιά σου θα μπορεί να ακούει πλέον μόνο σε μελωδίες.

Γι’ αυτό.

Γι’ αυτό τους ερωτεύεσαι.




Πώς η μοναξιά του Φθινοπώρου, μας… γνωρίζει στον έρωτα.

Φθινόπωρο, η αρχή των πάντων.

Δεν είναι τυχαίο που η περίοδος αυτή έρχεται αμέσως μετά την περίοδο των διακοπών. Ένα διάλειμμα, αυτό του Καλοκαιριού, μας βρίσκει το πέρας του μπροστά σε αποφάσεις που οι περισσότερες θα καθορίσουν όχι μόνο το Χειμώνα που έρχεται… αλλά ίσως να είναι ικανές να αλλάξουν ολόκληρη τη ζωή μας.

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί στις περισσότερες ταινίες, η εικόνα που αντιπροσωπεύει το Φθινόπωρο είναι η κλασική αμερικάνικη συνήθεια με τη ζεστή σοκολάτα στο χέρι, η μοναχική αυτή φιγούρα σκεπασμένη σκεπτική μπροστά απ’ το βροχερό παράθυρο του σπιτιού; Οι «ρομαντικοί» φιλόσοφοι αποδίδουν την εικόνα αυτή στον καιρό. Ο οποίος αλλάζει, συναντώντας τις βροχές και τον αποχωρισμό των φύλλων απ’ τα δέντρα, φέρνει και τη συναισθηματική μας φύση αντιμέτωπη με ερωτήματα που ίσως και να μας απασχολούσαν και το Καλοκαίρι που αφήσαμε πίσω μας, αλλά να μην ήμασταν έτοιμοι να τα αντικρίσουμε ή/και να τα αποφεύγαμε.

Θυμάμαι, η μητέρα μου από μικρό παιδί να μου περιγράφει πώς αισθάνεται κάθε απογευματινό του Φθινοπώρου που η μελαγχολία, όπως τη χαρακτήριζε, έφτανε να την κατευθύνει στα βιβλία, τη μουσική ή τις σειρές εκείνες που τις χαζεύεις με μοναδικό σκοπό να μη σκέφτεσαι. Πάντοτε την άκουγα, χωρίς να αισθάνομαι απόλυτα όλα όσα μου έλεγε. Μέχρι που ένα Φθινοπωρινό απόγευμα, οι λέξεις που έβρισκα για να το περιγράψω, έφταναν να μου θυμίσουν εκείνες της μητέρας μου.

Τα βιβλία, όλα εκείνα που κάθονται στη βιβλιοθήκη μας σκονισμένα, τείνουμε να τα γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον Σεπτέμβρη. Κι όχι γιατί ξεκινάνε τα σχολεία ή τα Πανεπιστήμια. Αλλά γιατί οι λέξεις που είναι γραμμένες, έτοιμες σε προτάσεις από τις σκέψεις άλλων ανθρώπων, να είναι ορισμένες φορές και ικανές να περιγράψουν για εμάς παρόμοια συναίσθηματα και βιώματα. Ο ίδιος λόγος που καταφεύγουμε και στο να ξεκινάμε να βλέπουμε τις σειρές που αρχίζουν αυτή την περίοδο στην τηλεόραση. Είναι το αμέσως επόμενο απ’ τα βιβλία. Η εικόνα. Η ιστορία που μοιάζει με τη δική σου, τώρα τη βλέπεις και μέσα από τα μάτια κάποιου που επέλεξε να την εκφράσει παραστατικά απ’ τη δική του σκοπιά. Με τη δική του πλοκή. Κάπου εκεί, η μελωδία είναι εκέινη που θα δώσει την τελική πινελιά. Η τάση που έχουμε να συνδυάζουμε μουσική με συναίσθημα ή και το αντίθετο. Αν σκέφτείς και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά του Φθινοπώρου σου: τα βιβλία, οι σειρές και η μουσική, μπορούν να συνοδεύσουν μέσα και έξω απ’ το σπίτι… φτάνοντας στη μοναχικότητα της εποχής αυτής.

Ανάγκη. Πόσα κομμάτια της τέχνης, περιγράφουν τον έρωτα ως ανάγκη; Ανάγκη η οποία δημιουργείται μέσα από απλές καθημερινές συνήθειες, χωρίς να περιμένει να εμφανιστεί ξαφνικά και ανεξήγητα όπως στις σαπουνόπερες. Ο έρωτας για να φτάσει σε εμάς, συνήθως περνάει μέσα από περιόδους της ζωής μας που ή είμαστε καλά με τον εαυτό μας και έτοιμοι να τον δεχτούμε, την κατάλληλη όπως ονομάζουν στιγμή ή είμαστε στην πιο ακατάλληλη στιγμή της ζωής μας και ο έρωτας αποτελεί το μέσο εκείνο που θα μας κάνει να δούμε τα πράγματα γύρω μας φορώντας τη ματιά της νέας αρχής.

Η λέξη που αρκεί να αντιπροσωπεύσει κάθε Φθινόπωρο της ζωής μας, μοιάζει να είναι η λέξη «Ευχαριστώ». Μπορεί η μοναχική πλευρά της εποχής, εκείνη που μας ώθησε στο να «οργανώσουμε» εκτός από τη μαθητική μας τσάντα, την κασετίνα των σχεδίων μας και το φάκελο των σημαντικότερων συνεντεύξεων της ζωής μας, είναι ταυτόχρονα και εκείνη που μας έκανε να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Ή και τον έρωτα εκείνο που μας έκανε να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι. Ποιος ξέρει…

Η playlist μας, τα… απογεύματα του Φθινοπώρου λοιπόν ξεκινάνε όλες με το “Thank you” από Dido,

γιατί ακόμη κι αν χάσεις το λεωφορείο, έχεις τη χειρότερη μέρα στη δουλειά και απ’ τη βροχή δεν μπορείς να δεις καθαρά μέσα απ’ το παράθυρό σου, εκεί έξω υπάρχει ο έρωτας εκείνος που σου δίνει την καλύτερη μέρα της ζωής σου. Ακόμη κι αν είναι ανεκπλήρωτος.

Γράφει η Στέλλα Μακαρώνη.




Άγνωστοι στην άγνωστη χώρα του έρωτα…

Έρωτας. Η χώρα που κανένας δεν κατάφερε ποτέ να χαρτογραφήσει έως σήμερα. Μία χώρα που για τον καθένα μας έχει διαφορετικά μονοπάτια προς τον προορισμό της. Ένας τόπος που φέρει με μεγάλα γράμματα την ένδειξη “Αυστηρά Προσωρινή Διαμονή” στους επισκέπτες της. Οι ζωές μας, φτάνουν στα σύνορά της σε μη προκαθορισμένο χρόνο, εντελώς ξαφνικά, ίσως και από ανάγκη και πολλές φορές… περιμένουν με ελπίδα μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ώσπου να φτάσει το τερματικό δρομολόγιο για την επιστριφή με το δεύτερο εισητήριο εισόδου στο χέρι.

Άγνωστοι. Όλοι ήμασταν και είμαστε άγνωστοι μέχρι να γνωριστούμε στη γλώσσα του έρωτα. Η μοναδική γλώσσα στον πλανήτη ολόκληρο που δε διδάσκεται. Αρκεί μονάχα ένα βλέμμα για να μπορέσεις να περιγράψεις τον κόσμο. Εκεί, οι άνθρωποι πίστευουν στον ίδιο Θεό. Τα συναισθήματα αποτελούν την πορεία που χαράζεις μέσα στη σκοτεινή νύχτα και κάθε πρωί αφήνουν τα σημάδια σου ανεξίτηλα εξερευνώντας τον αριθμό 2.

Αποσκευές. Στη χώρα του έρωτα, είναι φορές που φεύγεις αφήνοντας πίσω όλα σου τα υπάρχοντα. Δυστυχώς, δεν καταφέρνεις ποτέ να γυρίσεις πίσω να τα μαζέψεις και όλοι όσοι περνάνε βιαστικοί από δίπλα σου και σε σπρώχνουν είναι αδύνατον να ακούσουν τις περιγραφές από τις αποσκευές. Μπορείς να τις βρεις μόνο εσύ. Και μεταξύ μας… είσαι ο μοναδικός που γνωρίζεις που ακριβώς είναι φυλαγμένες.

Αποχωρισμός. Έχουμε μεγαλώσει μαθαίνοντας πως ό,τι δεν είναι πια δικό μας, πρέπει να το ξεχάσουμε για πάντα ή/και όταν το θυμόμαστε να μας κυριεύουν μόνο συναιθήματα θλίψης και άδικου. Ναι, αυτός ο ανθρώπινος εγωκεντρισμός που καιρό με τον καιρό δηλητηριάζει τη φύση και το περιβάλλον της χώρας του έρωτα. Η γεύση αυτή που αφήνει το φιλί που ενώ δεν ξέρεις πως ήταν το τελευταίο, μένει στη μνήμη σου μέχρι να την ξανασυναντήσεις… ΑΝ την συναντήσεις ποτέ ξανά. Αλλά κι εκείνη που αν και δεν ένιωσες ποτέ, υπήρχε σε κάθε όνειρο και φαντασία σου. Ανεκπλήρωτη. Ώσπου χάθηκε κι εκείνη μαζί με κάθε αποσκευή σου.

Περπατώντας αργά και αθόρυβα στα στενά της άγνωστης αυτής χώρας… αναρωτιέσαι. Μία χώρα που μερικές λέξεις, ένα άγγιγμα και μία ματιά μπορούν να τη χρωματίσουν και να της δώσουν ζωή όλοι οι άνθρωποι, γιατί άραγε επιλέγουν να την κρατάν γκρίζα με σκουριασμένα τα σίδερα της προβλήτας που προσπαθεί να μη χαθεί στη θάλασσα της νέας αυτής εποχής αφανισμού των συναισθημάτων;!

Στον έρωτα, όπως λέει και το κομμάτι “side” του Travis, “Όλοι προσπαθούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι… από το φόβο της ταχείας πτώσης. Αλλά η ζωή είναι ταυτόχρονα και μεγάλο και μικρό πλήκτρο. Απλά άνοιξε τη συγχορδία”.

Γράφει η Στέλλα Μακαρώνη.




Ένα δευτερόλεπτο ακόμη…

Είναι φορές που έχουμε αφήσει τον εαυτό μας να πιστέψει πως ένα μόνο δευτερόλεπτο θα άλλαζε ακόμη και ολόκληρη τη ζωή μας. Βραδιές που στριφογυρνούσε στη σκέψη μας αυτό το «αν μου έδινε μια στιγμή μόνο ακόμη, να εκφράσω όλα όσα έχω μέσα μου», τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Είναι όμως πραγματικό; Οι άνθρωποι, κυρίως στις ερωτικές σχέσεις, έχουν μία τάση να εξαντλούν κάθε χρονικό περιθώριο που τους δίνετε για να εκφράσουν όλα όσα σκέφτονται, νιώθουν και βιώνουν μόνοι τους και στο τέλος να μην έχουν πει ούτε τα μισά από όσα θα ήθελαν. Ο πραγματικός χρόνος όμως που μας χωρίζει από το να τα εξομολογηθούμε, απέχει μόνο μια… απόφαση.

Κάποια λεπτά ενώ μιλούσατε, το μόνο που είχες στο μυαλό σου ήταν κάποιο «γιατί», ένα «ίσως» με δική σου υπόθεση ή μερικά μοναδικά κομμάτια σου που θα ήθελες να μοιραστείς. Μέρες ολόκληρες σκεφτόσουν αυτές τις δύο λέξεις που κρατάς μέσα σου και για να τις πεις θα χρειαζόσουν μία μόνο στιγμή. Χρόνια ονειρεύεσαι τη σκηνή αυτή, μελετώντας ξανά και ξανά τα λόγια σου για τότε, με κάθε λεπτομέρεια. Κι όσο ο καιρός είναι περασμένος, προστίθονται κι άλλα. Πρόβα στην πρόβα, αναρρωτιέσαι ποια θα ‘ταν η «κατάλληλη» αυτή σκηνή που πρέπει να ξεθάψεις το βινύλιο με τίτλο «Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου» το οποίο έχει γίνει γνώριμη μελωδία και συντροφεύει πλέον όλες τις νύχτες σου.  

Για κάθε σχέση υπάρχει ένα ιδεατό ρολόι. Είναι αυτό που ξεκινάει να μετράει από την πρώτη στιγμή, αυτή της γνωριμίας. Κάποιες φορές χτυπάει δυνατά, όπως οι ανήσυχοι, ακαθόριστοι χτύποι της καρδιάς μας για να στρέφουμε την προσοχή μας πάνω του. Κι άλλες πάλι, λειτουργεί αθόρυβα για να μη μας θυμίζει την παρουσία του. Σ’ άλλες σχέσεις ο χρόνος κυλλάει προς τη φυσιολογική κατεύθυνση του ρολογιού, ενώ σ’ άλλες μετράει αντίστροφα. Όσες φορές όμως κι αν προσπαθήσεις να βγάλεις την μπαταρία έχοντας σκοπό να παγώσεις το χρόνο, οι δείκτες του παραμένουν εκεί που τις άφησε ο χρόνος και η συνέχεια τους αν και εξαρτάται από σένα για το πότε θα είναι, δε θα είναι ίδια, γιατί θα έχει χάσει την αξία της πραγματικότητας.

Η σχέση μας με το χρόνο στις ερωτικές σχέσεις, εξαρτάται από την ανάγκη μας για ασφάλεια και ο δείκτης του ρολογιού αντιπροσωπεύει τα συναισθήματά μας. Όλες εκείνες οι φορές που δεν καταφέραμε να πούμε όλα όσα θα θέλαμε, όταν ποτέ δεν εκφράσαμε όσα νιώθουμε κρατώντας τα μυστικά, τότε που δεν είπαμε τι μας πειράζει, εκείνες τις φορές που δεν εξωτερικεύσαμε ότι δεν περνούσαμε όμορφα, δεν ήταν γιατί δεν μπορούσαμε. Αλλά γιατί η σχέση μας μετά από τα παραπάνω, θα άλλαζε σε κάτι άγνωστο σε εμάς.

Όπως λένε κι οι Coldplay στο τραγούδι Clocks, “Η σύγχυση δεν σταματά ποτέ, κλείνοντας τοίχους και σημειώνοντας ρολόγια”. Γι’ αυτό πριν από κάθε φορά που θα φτάσεις να επιζητάς ένα μονάχα δευτερόλεπτο ακόμη, φρόντισε όλα τα προηγούμενα να τα έχεις αξιοποιήσει τρέχοντας μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματα σου, κρατώντας στο χέρι σου τη δική σου -μοναδική- απόφαση.

Γράφει η Στέλλα Μακαρώνη