Νίκος Εγγονόπουλος: Ο “πατέρας” του υπερρεαλισμού.
«Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα»
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν “ένας άνθρωπος που μοίρασε την ζωή του ανάμεσα στις δύο τέχνες”. Άφησε παρακαταθήκη ένα τεράστιο και σπουδαίο έργο, αφού αποτέλεσε έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός είναι το κίνημα που ταυτίζεται με τη φράση «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα». Πρεσβεύει το μη λογικό, το παράδοξο, το ανορθόδοξο, το μη εξηγήσιμο. Όλα αυτά αποτυπώνονται ολοφάνερα στους ιδιαίτερους πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου.
Ήταν ένας άνθρωπος των τεχνών αφού χαρακτηρίζεται ως ζωγράφος σκηνογράφος και ποιητής. Παράλληλα εργάστηκε και ως καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.
Ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης της γενιάς του ’30, κατόρθωσε να συνδέσει το κίνημα του υπερρεαλισμού, του σουρεαλισμού, με τον ελληνικό πολιτισμό . Άλλωστε ο ίδιος έχει δείξει απεριόριστο σεβασμό για την ελληνική αλλά και βυζαντινή πνευματική παράδοση.
Ο Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 και πέθανε στις 31 Οκτωβρίου του 1985, στην Αθήνα.
«Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή ήτανε μόνο η ζωγραφική. Κάθε ώρα, που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική, τη θεωρώ ώρα χαμένη».
Αφιέρωνε κάθε μέρα τρεις ώρες το πρωί και τρεις ώρες το απόγευμα στη ζωγραφική . Η ζωγραφική έπαιζε τεράστιο ρόλο στην ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη καθώς όταν δεν ζωγράφιζε, μελαγχολούσε . Κάθε πρωί ξυπνούσε στις 6 το πρωί γιατί προτιμούσε να ζωγραφίζει νωρίς κάτω από το φως του πρωινού ηλίου.
Το 1932, γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, προκειμένου να καλλιεργήσει το ταλέντο του. Εκεί μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη και παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Γνωρίστηκε επίσης και με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως.
Ο Εγγονόπουλος ήταν ένας «θαυμάσιος άνθρωπος που δεν είχε σχέση με τα μικρά της ζωής, δεν ήξερε τις δοσοληψίες, τις κακομοιριές», είπε για εκείνον ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Για την ζωγραφική του χρησιμοποιεί κυρίως 3 χρώματα, που τυχαίνει να είναι τα αγαπημένα του: Το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλέ όπως και τα παράγωγα τους. Χρησιμοποιούσε επίσης διάφορες τεχνικές, όπως λάδια και αυγοτέμπερα. Η τεχνική του ήταν επι το πλείστον Βυζαντινή, ενώ η εναλλαγή θερμών-ψυχρών τόνων που βλέπουμε σε αρκετούς πίνακες του, είναι κάτι που διδάχθηκε από τον δάσκαλο του, Παρθένη.
«Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο».
Τα όρια του χρόνου στο οποίο ανάγεται η ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου, είναι κυρίως η μινωική Κρήτη, το τέλος του 19ου αιώνα , η αρχαία Ελλάδα , το Βυζάντιο και τα γεγονότα του 1821. Αυτή η προσήλωση προκύπτει από την προσωπική του έλξη ,η οποία οφείλεται προπάντων, στην επιθυμία του να τονίσει τις ένδοξες αλλά και θαυμαστές πτυχές του ελληνισμού και παράλληλα να προβάλει τη διαχρονικότητα του πνεύματος της χώρας μας, που χρονολογείται από την αρχαιότητα .
Η θεματογραφία που επιλέγει είναι απόρροια του κλίματος της εποχής που έζησε και του πνεύματος με το οποίο συναναστρέφονται ο ίδιος και ο κύκλος του .Τον απασχολούν το τυπικό και το παραδεδεγμένο, αλλά κυρίως η γνησιότητα , επειδή αυτή υπηρετεί καλύτερα την πρόθεση της ζωγραφικής του.
Το γεγονός ότι ο Εγγονόπουλος προσφεύγει στην ιστορία, δε σημαίνει, ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ζωγράφος της ιστορίας. Διότι στα έργα του, η ελληνική ιστορία περιπλέκεται με το φανταστικό στοιχείο και αναμιγνύονται διαφορετικές χρονικές περίοδοι σε έναν καμβά. Έτσι προσθέτει υπερρεαλιστικές πινελιές στο έργο του. Δεν αποτυπώνει ακριβώς ιστορικά γεγονότα.
Ο Εγγονόπουλος, έχει ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και σε κάποια Βυζαντινά κατάλοιπα. Αυτό τον ωθεί στο να μεταφέρει όσα του έκαναν εντύπωση στους πίνακες του. Έτσι δημιουργεί πίνακες με αρχοντικά και απλά σπίτια της Ελλάδας, όπως τα θυμάται από τα ταξίδια του . Φυσικά, τα στοιχεία της Βυζαντινής παράδοσης δεν λείπουν από τα έργα του και από τις αγιογραφίες του. Μάλιστα τα συναντάμε ακόμα και στους πιο σουρεαλιστικούς πίνακες του.
Ο Εγγονόπουλος, προκειμένου να διασφαλίσει την αναγνώριση της περίτεχνης τότε τέχνης που πρεσβεύε , βρέθηκε αντιμέτωπος με την αρνητική κριτική ορισμένων διανοούμενων. Συγκεκριμένα, ο ίδιος, υπερασπιζόμενος τον υπερρεαλισμό αντιμετωπίστηκε από όλους σχεδόν τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του με χλευασμό και άκρως προσβλητικά σχόλια. Όμως το 1949 με τη συμμετοχή του στη Μπιενάλε ,μια από τις σπουδαιότερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, οι κριτικοί και οι διανοούμενοι άρχισαν να τον σέβονται περισσότερο και το έργο του απέκτησε περισσότερο ενδιαφέρον και κύρος για την ελληνική πραγματικότητα.
Με τη διαρκή του προσπάθεια και αφοσίωση στο έργο του, διεκδίκησε με κάθε τρόπο το δικαίωμα της απόλυτης, χωρίς όρους, ελευθερίας στην τέχνη , μια τέχνη που ακόμα και σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή και αντισυμβατική.
Η τέχνη αυτή πλέον θαυμάζεται από το πανελλήνιο και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για όσους επιθυμούν να θαυμάσουν τους πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου, εκθέτονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές.