Φως / Σκοτάδι

Playlist to read this article

The Scientist by Coldplay 

I love you by Billie Eilish 

My tears ricochet by Taylor Swift

Σκέψου μια στιγμή, τι θα ‘κανες αν το σκοτάδι και το φως , παίρνανε μορφή ;

Εν αρχή , εγένετο το φως . Και το σκοτάδι . Ή το σκοτάδι . Και το φως. Κανένας δεν ξέρει την σειρά , το πώς , το πότε , το γιατί και το μετά . Κανείς δεν γνωρίζει , πως γεννήθηκαν , την ίδια ώρα και στιγμή , στο ίδιο μέρος , στην ίδια κούνια . Και κανένας τους δεν ξέρει , πως το ένα συμπληρώνει το άλλο. Πως αλληλοσυμπληρώνονται. Συνεχίζουν και παλεύουν, προσπαθώντας το ένα , να κατακτήσει το άλλο , να το νικήσει , να το σκοτώσει . Να το κατατροπώσει. Νομίζοντας πως είναι αιώνιοι εχθροί που έχουν τόσα να χωρίσουν. Και όταν φτάνουν στην ένωση – στην πολυπόθητη ένωση – που σημαδεύει κοινωνίες ανθρώπινες και θείες , τότε μόνο καταλαβαίνουν , πως είναι φτιαγμένα το άλλο για το άλλο. Το σκοτάδι για το φως και το φως για το σκοτάδι. Χωρίς κανέναν τρίτο , καμιά θεϊκή δύναμη να παρεμβαίνει . Μόνο εκείνοι , χαμένοι στον ατελείωτο έρωτα τους και την ανάγκη τους να μάχονται . Για ό,τι αγαπούν και αισθάνονται. Και η ιστορία τους , διδάσκεται , σε σπίτια και θρανία , σε μαύρους πίνακες με κιμωλία , χωρίς να λένε την αλήθεια .Το τι έγινε , το τι συμβαίνει , γιατί αποφάσισαν αυτά τα δυό να ζούνε χώρια . Και αν εκείνα , δεν το αποφάσισαν ; Αν ήταν οι άνθρωποι εκείνοι που στάθηκαν εμπόδιο σε αυτήν την ευτυχία . Ας την μάθουμε ξανά , την ιστορία ετούτη , όπως το φως την έγραψε , σκυμμένη πάνω στο μικρό της τετράδιο , με τα χρυσά καλλιγραφικά αποτυπώματα της .

Ήταν που λες , εκείνη , ας την ονομάσουμε “ το φως “ , αυτό που επιζητούμε σε κάθε ανθρώπινη αδυναμία. Εκείνη που ξεπροβάλλει δειλά δειλά , μόλις το Αυγουστιάτικο φεγγάρι γλιστρήσει στον γεμάτο αστέρες ουρανό και δώσει την θέση του στην αυγή , που γλυκοχαράζει . Η φωτεινή Εκείνη , όπως μπορείς να φανταστείς , με μια κίνηση , γεμάτη χάρη , και νάζι , μοιράζει στους ανθρώπους καλοσύνη . Έμαθε να βοηθά , σκορπώντας απλόχερα αγάπη , γνωστούς και αγνώστους . Παλεύοντας για όσα της ανήκουν . Στην ίδια γειτονιά , δυο μέτρα παρακάτω , η φλόγα της δεν φτάνει. Η σκυθρωπή μορφή του , στιλώνεται στον τοίχο του απέναντι , η επιβλητική σκιά του ξεπροβάλλει με τρόπο αθόρυβο και μυστικοπαθή , τάζοντας τα χίλια μύρια στους περαστικούς , για να του πουν ποια είναι αυτή . Η θεία μυστική , αιθέρια παρουσία , που με ανάστημα υψώνεται αγέρωχη μπροστά του . Με ύφος μπλαζέ , αφ’ υψηλού θα λεγε κανείς , με βήμα που κραυγάζει αυτοπεποίθηση και σθένος . Τα χάνει αυτός , ψάχνει να βρει , όνομα , στοιχεία για την φλόγα της , ένα τηλέφωνο , μια επαφή , κάτι για να την εντοπίσει , μήπως και χαθεί . Και θα μελλε να γίνει , μέγας χαλασμός και θέαμα , τα όσα πρόκειται να πουν , να γίνουν από δω και πέρα . Εκείνος , εκείνος που χανόταν στην δίνη του μυαλού του , τριγυρισμένος από ανασφάλειες και σκέψεις , για την σκοτεινή μορφή του . Εκείνος , που ακούει στο όνομα ” σκοτάδι ” , που το μαύρο διαγράφει υπέροχα πάνω στην φρεσκοκαμμένη από έρωτα σάρκα του , κομπλάρει και κολλάει . Πως να πλησιάσεις πλάσμα τέτοιο  , που να βρεις πείσμα όμοιο με εκείνης , ατίθασο , αέναο , απέραντο , πως να της πει πως το σκοτάδι του θα την καταπιεί ; Την είδε , καθώς πήγαινε να μάθει , πως να διαχειριστεί το πένθος του , πως να αγαπήσει πάλι . Εκείνο που δεν ήξερε, ήταν πως και  εκείνη , σε εκείνα τα μαθήματα πήγαινε με ελπίδα ,να απλώσει την αγάπη της , να πετύχει τα όνειρα εκείνα.

Και εγεννήθη έρως , σαν αστραπή,  από Διός χέρι , κατέβηκε και σκίρτησε καρδιές , χωρίς να ξέρει. Πως θα γραφόταν ιστορία που θα διάβαζαν αργότερα άνθρωποι στα βιβλία. Εκείνος , με την σκοτεινή του όψη , συνήθιζε να την τρομάζει ,ενώ εκείνη θύμωνε , χωμένη στα βιβλία της , στριφογύριζε τα μάτια της , σε κάθε του ανοησία. Μα μέσα της , χτυπούσε , σφυρί βαρύ και ενοχλούσε , την ψυχή της και απορούσε , πως θα μπορούσε να κοιτάξει , τα μάτια του τα σκοτεινά , χωρίς καθόλου να διστάσει. Σιγά σιγά , σαν ο καιρός να κύλαγε νερό στο αυλάκι , τα δύο τους σμίξαν ατάραχα και χάρηκε όλη η πλάση . Το πάθος τους αστείρευτο , η ένωση πηγαία και όσο φύσαγε ο αέρας , σκόρπιζε όνειρα τυχαία . Το φως βρήκε σε εκείνον , ελπίδα για το αύριο και έρωτα για δύο . Και εκείνος καμάρωνε που είχε δίπλα του εκείνη και φώτιζε το τεθλιμμένο του χαμόγελο , σε κάθε στιγμή , ο,τι και αν γίνει . Σφίγγαν τα χέρια τους , στα αλήθεια και ονειρευόταν στην στιγμή απίθανα σενάρια ζωής , για το πως θα ταξίδευαν στα πέρατα της γης και πως θα φώτιζαν απόκρημνα χωριά , διδάσκοντας αγάπη και ανθρωπιά. Και σαν ήρθε ο καιρός , που απόφαση έπρεπε το φως , να πάρει σοβαρή για την ζωή του , εκείνη δεν λογάριαζε τίποτα  , σαν τα μάτια του κοιτούσε και χανόταν στο σκότος των χρωμάτων που αγαπούσε . Και Εκείνος , παιδί της νύχτας , γεμάτο πάθη , σαν λαβωμένο πουλί γατζωνόταν από εκείνη , μήπως και τον άφηνε  σύξυλο ,  πριν προλάβει να της πει . Το σ’αγαπώ που τόσο καιρό αναζητούσε . Και της το πε . Μέρα μεσημέρι , απόγευμα θα ήταν , που το χέρι της άγγιξε τρυφερά και της ψιθύρισε στο αυτί – θα σαγαπώ , θα προσπαθώ , ό,τι και αν γίνει

Η υπόσχεση του , είπε και έγινε , σκουριασμένο καρφί , στα δροσερά της χέρια , το βάρος του ασήκωτο, τα μαγικά της μάτια , χαμήλωσαν θλιμμένα . Πίστεψε τα λόγια του , τα σ αγαπώ και τα σε θέλω , το χαμόγελο από αγκάθι μπηγμένο στα μάγουλα της ήδη , την σκοτεινή μορφή του που σαγήνευε τα πλήθη. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη . Σύννεφα σκοτείνιασαν την όψη του ηλιουκαμμένου προσώπου της , εμπόδιο στα χνάρια του μυαλού της. Της το χε μηνύσει η φύση , καιρό πριν τώρα . Ήρθε η ώρα να αναλάβεις , την θέση που σου αρμόζει . Εκείνος δεν χωρούσε στα τολμηρά της σχέδια – φως και σκοτάδι στον ίδιο ουρανό ; – πως να παρέμβουμε στους νόμους που σε καθιστούν υπαρκτό . Τα σχέδια της ύψιστα , οι νόμοι την καλούσαν , πως θα μπορούσε να αρνηθεί , ακόμα και αν μπορούσαν . Η ανάσα της στέρεψε , τα βήματα της χάνονται στην αδιαπέραστη σκιά του ουρανού και σχίστηκε η καρδιά της από μαχαίρι κοφτερό .  Να τρέξω , να τον βρω , να τον προλάβω . Και να του πω πως τέρμα ως εδώ . Κανένας για κανένα . Οι δρόμοι μας χωρίζουν • δεν είμαστε πια ένα . Σε μια στιγμή , σε μια στροφή , τον προλαβαίνει , αμέριμνος όπως κοιτούσε αστέρες του ουρανού, του θύμιζαν Εκείνη , κομήτης φωτεινός και απρόσιτη Σελήνη . Δεν θέλω πια , να σε κοιτώ και να σε βλέπω , να ακούω την βελούδινη φωνή σου , καμπάνα μελιστάλαχτη να ηχεί, δόνηση ατράνταχτη , σε όλο το κορμί . Σ’αγαπώ , σ’αγαπώ από εκείνη , την πρώτη σου φορά που σήκωσες το βλέμμα σου διστακτικά , που αγκάλιασες την κάθε μου μικρή ενοχή και γκρίνια , που μου έκοψες την περίσσεια υπεροχή και γκρέμισες τους τοίχους μου με άφθονη στοργή . Μου ‘μάθες πως να αγαπώ , που χα ξεχάσει θαρρώ , την μυρωδιά του έρωτα στα καθαρά σεντόνια . Μα δεν μπορούμε πια μαζί , ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε , να αφήσουμε πίσω μας τα όνειρα και ελπίδες , φως και σκοτάδι στον ίδιο ουρανό , δεν πρόκειτο να δούνε . Τα χάρτινα της μάτια , κόμπους χονδρούς , διαμάντια ακατέργαστα , ρέεουν στην επιφάνεια , διαβάζοντας την σκέψη της “ μην φύγεις σε ικετεύω “ . Δεν θέλω αυτόν τον χωρισμό, την θλίψη που μου φέρνει . Η αρμονία του ουρανού μπορεί να περιμένει– Θα γίνει θέλημα Θεού , φύσης και αλήθειας , τα μαγικά σου μάτια θα ξεχάσω και στον Άδη θα κατέβω , αμάραντο να σπέρνω και τις ψυχές των νεκρών θα ταριχεύω.

Μέσα σε εκείνο το σχολειό , που τα παιδιά γελούν και παίζουν , μαθαίνουν να τραγουδούν , να αγαπούν , να μένουν , μέσα σε εκείνη την αυλή , χτισμένη με αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων , αναλήθητη στο πέρασμα του αιώνα , σε εκείνο το παγκάκι του ουρανού , με σύννεφα ζωγραφισμένο , η ιστορία μας σιγά σιγά τελειώνει . Την άφησε και φεύγει , στο βάθος του ορίζοντα ακούγεται η ηχώ των ουρλιαχτών της , τα μάτια της πλημμυρίζουν ,η μοίρα της παλεύει , να σταματήσει το κακό , να τρέξει , να αντέξει . Δεν το ‘θελε , δεν το πε , πάνω στην σύγχιση ακούστηκε , σαν να ‘τανε δικά της , λόγια πικρά , ανείπωτα , πίεση της στιγμής , που να ξέρε τι νιώθει . Άγγιγμα ουράνιο , επίγεια μαγεία , τα χείλη τους συγκρούστηκαν , γεύση μιας μανίας . Αντίο μιας αλλόκοτης ιστορίας . Μην το ξεχνάς , να μου το πεις , αν είναι αυτό που θέλεις , απάντηση ως αύριο , θα ‘θελα αν θέλεις . Το νεκρικό κορμί της , μισοσβησμένη λάμπα του ουρανού , βάδιζε αλύγιστο , Εκείνος από πίσω . Είναι δύσβατος , μακρύς , ο δρόμος της επιστροφής . 

Και κάπου εδώ , ο κύκλος κλείνει , η κιμωλία σβήνει . Σήκωσε απαλά το χέρι της και χάιδεψε την σκοτεινή της λύπη , σημάδι ανεξίτηλο , έκλειψη την λέγαν , άνθρωποι και δαιμόνια , έτσι το σκεφτήκαν, τα χέρια του την ‘καναν . Ζούσε . Επιζούσε . Και ας είχε πια χλωμιάσει , η άλλοτε λαμπερή της σκέψη . Και ας είχε πια κολλήσει , σε κείνη τη μέρα του Μαγιού , μην μπορώντας να αγαπήσει . Την σκυθρωπή μορφή του , περίμενε να αντικρύσει . Και να της πει , πως δεν θα φύγει , να παλέψει τα εμπόδια θα κατάφερνε ,αν το ήθελε και κείνη . Τον είχε για σπουδαίο , για μέγα θαρραλέο . Για ήρωα του κόσμου , για μάγο αυτού του τόπου . Και ας τρωγόταν από ανασφάλειες – με μια ματιά της έσβηνε , με μια αγκαλιά της έκαιγε . Αρχινιστής , υπασπιστής  , Εκείνος μόνο μπορούσε . Και να της πει . Πως χωρούσε λίγο πια , στο σύμπαν των ονείρων της . Άλλοτε, θαρρείς , πως έχει πια ξεχάσει , τα λόγια του , τα σαγαπώ , τα δάκρυα και τις πράξεις . Η σκυνθρωπή μορφή του , δεν ήταν , πια όμως μόνη . Λιώνει σαν το κερί , σαν σκέφτεται κομήτες και αστέρες , δίπλα σε αυτή . Μα , κανένας , κανένας τους , δεν θα ‘ναι σαν αυτήν.

Αριάδνη Εμμανουηλίδου