Νάνα Παπαδάκη: «[…] Συνήθως βλέπουμε την «αρχαιότητα» μέσα από ένα «ηρωικό» πρίσμα.»
Written by Γιώργος Μαλέκας on 27/04/2024
Με αφορμή την Παράσταση, «Τιμάνδρα», η Νάνα Παπαδάκη δίνει τη δική της οπτική για το έργο, σε μια σύντομη συνέντευξη που παραχώρησε στον cityvibes.gr και τον Γιώργο Μαλέκα:
Το έργο “Τιμάνδρα” εξερευνά πολύπλοκα θέματα όπως ο έρωτας, ο πόλεμος και η γυναικεία σεξουαλικότητα μέσα από το αρχαίο σκηνικό του. Ως ηθοποιός, πώς προσεγγίσατε την ενσάρκωση ενός τόσο ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένου χαρακτήρα;
Όπως σωστά λέτε, το έργο εξερευνά τον έρωτα, τον πόλεμο, τη γυναικεία σεξουαλικότητα, αλλά, κυρίως, αναφέρεται στην πολιτική και κοινωνική σύνδεσή τους και για αυτό το επέλεξα. Επειδή, ακριβώς, δεν περιορίζεται σε μια, ακόμη, ερωτική ιστορία, και στη «φόρτιση» που αυτή επιφέρει, αλλά, μέσω αυτής, ανοίγεται στη μεγάλη εικόνα, η οποία ξεκινά απ’ τα βάθη της ιστορίας και φτάνει ως τις μέρες μας. Άρα δεν στέκομαι τόσο στον χαρακτήρα, δεν παίζουμε ψυχολογικό θέατρο, αλλά στην «Ιδέα», δηλαδή σε κάτι που, συνήθως, προσπερνούμε, κυρίως, όταν πρόκειται για μια γυναίκα. Εστίασα, λοιπόν, στη γυναίκα, ως φορέα ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών ζυμώσεων πάνω στο ίδιο της το σώμα και, φυσικά, το μυαλό, μιας και πρόκειται για εταίρα, δηλαδή γυναίκα ερωτική και καλλιεργημένη, δηλαδή ερωτική, επί της ουσίας. Και, κυρίως, ανοιχτή να βαδίσει, με όλο της το είναι, πάνω στο έδαφος της αμφιβολίας. Εκεί εντοπίζω τη δική μου ενσάρκωση της Τιμάνδρας. Ακόμη και «χωροταξικά» βρίσκομαι, επί σκηνής, σε ένα «άδειο» κέντρο, δίχως κανένα κράτημα από θεατρικό φροντιστήριο, κατευθείαν απεύθυνση στο κοινό ή χορογραφημένη κίνηση. Πάνω σε αυτό το έδαφος καλούμαι να υπάρξω. Η κάθε ενσάρκωση της Τιμάνδρας έχει τη δική της δυσκολία. Στη δική μου εντοπίζω την πύκνωση γύρω από έναν ιστορικό και φιλοσοφικό λόγο που αρθρώνεται πάνω σ’ ένα ανεξερεύνητο έδαφος.
Άνθρωποι, απ’ όλη την ηθική και πνευματική γκάμα, ζούσαν και στην αρχαιότητα. Υπήρχαν προδότες, ηλίθιοι, έξυπνοι, κουτοπόνηροι, ανοιχτά μυαλά, κλειστά μυαλά, πολιτικοί με όραμα, πολιτικάντηδες, λαοπλάνοι, άνθρωποι έντιμοι, άνθρωποι φοβισμένοι, άνθρωποι τρυφεροί. Τα ίδια όπως και τώρα.
Νάνα Παπαδάκη
Δεδομένου του φιλοσοφικού βάθους του έργου, ποιες προσωπικές ιδέες ή σκέψεις σας επηρέασαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της ενσάρκωσης της Τιμάνδρας;
Με απασχόλησε το «συλλογικό όριο» πάνω στο οποίο κινείται η ψυχή και η σκέψη αυτής της γυναίκας. Το όνομά της, που σημαίνει «αυτή που τιμά τον άνδρα», είναι, προφανώς, ειρωνικό, γιατί ποιο άλλο όνομα θα έδιναν οι άντρες σε μια εταίρα, παρά το ότι τους τιμά! Ούτε, επίσης, αποτελεί μια ηρωίδα της αρχαιότητας. Δεν ήταν ηρωίδα, εταίρα ήταν. Και για μένα αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί συνήθως βλέπουμε την «αρχαιότητα» μέσα από ένα «ηρωικό» πρίσμα. Άνθρωποι, απ’ όλη την ηθική και πνευματική γκάμα, ζούσαν και στην αρχαιότητα. Υπήρχαν προδότες, ηλίθιοι, έξυπνοι, κουτοπόνηροι, ανοιχτά μυαλά, κλειστά μυαλά, πολιτικοί με όραμα, πολιτικάντηδες, λαοπλάνοι, άνθρωποι έντιμοι, άνθρωποι φοβισμένοι, άνθρωποι τρυφεροί. Τα ίδια όπως και τώρα. Δεν ήταν ανώτεροι, επειδή κάποια σπουδαία μυαλά έζησαν, τότε, ανάμεσά τους, ούτε είμαστε εμείς ανώτεροι, επειδή κατεβάζουμε καινούριες εφαρμογές στο κινητό μας. Αλλού είναι το θέμα και το έργο, που συνδυάζει τη γυναίκα, τη φιλοσοφία, το χιούμορ και τον έρωτα, ήταν το πιο κατάλληλο για να μιλήσω για πράγματα που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι αυτονόητα και τα οποία ο συγγραφέας του Θοδωρής Καλλιφατίδης θίγει με απαράμιλλη γλαφυρότητα και μαεστρία. Άλλωστε ο ίδιος, ως καθηγητής φιλοσοφίας, αλλά και σπουδαστής του Θεάτρου Τέχνης, ήταν ο πλέον κατάλληλος για να συνδυάσουμε, επί σκηνής, θέατρο και φιλοσοφία, κάτι που για εμένα είναι ζητούμενο, στην εποχή που ζούμε. Η εμπλοκή μου με την παράσταση ξεκίνησε απ’ την αρχική ιδέα, προχώρησε στην παραγωγή και έφτασε μέχρι την ενσάρκωση μίας εκ των τριών εκδοχών της Τιμάνδρας, κάτι που είχαμε συμφωνήσει με τον συγγραφέα εξαρχής. Η ματιά του Καλλιφατίδη με εκφράζει απόλυτα γιατί είναι πρωτότυπη, βαθιά, πολιτική. Η δραματουργία που μας κατακλύζει δεν δίνει στη γυναίκα τον ρόλο που της αξίζει και, πρωτίστως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν γίνεται πάνω στο σώμα μας να εκφράζεται μόνο η απατημένη σύζυγος, η αδίστακτη ερωμένη, η αφοσιωμένη μάνα και άλλα στερεότυπα που προφανώς αφορούν, αντίστοιχα, και στους άντρες. Ούτε γίνεται όταν λέμε σώμα να εννοούμε μόνον το γυναικείο. Και οι άντρες έχουν σώμα, δεν είναι ασώματοι. Στο έργο του Καλλιφατίδη βρήκα μια γυναίκα όμορφη, καλλιεργημένη, δυνατή. Πιο σύγχρονη από πολλές άλλες σύγχρονες εκδοχές της.


Το έργο θίγει επίσης θέματα όπως η ελευθερία και η ουσία της ζωής. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας πώς αυτά τα θέματα βρίσκουν απήχηση στο σύγχρονο κοινό, από τη δική σας οπτική γωνία;
Θα μιλήσω πάλι απ’ την οπτική γωνία της δικής μου «ενσάρκωσης» της Τιμάνδρας, που είναι αρκετά σύνθετη. Ας πούμε, σ’ ένα σημείο, αναφέρεται το αν είναι προτιμότερο να έχει κανείς πολλές επιλογές όπως π.χ. να ζει στην Αθήνα ή στο αυστηρό καθεστώς της Σπάρτης. Σκέφτομαι, επηρεαζόμενη απ’ όσα ζούμε, ότι, πλέον, έχουμε φτάσει στο σημείο όλες οι επιλογές που έχουμε να αποτελούν, επί της ουσίας, την ίδια μία και μοναδική επιλογή, αυτή που δεν θα ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνίας. Όλες οι δραματουργίες τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν ξέρω λοιπόν και εγώ εάν είμαι ελεύθερη, όπως νομίζω, ή εάν η πληθώρα επιλογών είναι η ίδια, μία και απαράλλακτη, επιλογή που συμφέρει την υπάρχουσα κατάσταση και απλά αλλάζουμε σκηνικά και ρούχα, από θέατρο σε θέατρο, από σκηνή σε σκηνή, αγοράζουμε το ίδιο προϊόν, σε πολλές, φαινομενικά, διαφορετικές εκδοχές, σκεφτόμαστε και κάνουμε όλοι τα ίδια. Επίσης, η ουσία της ζωής, για εμένα, είναι η υπέρβαση και εάν το θέατρο απομακρυνθεί από αυτή του τη λειτουργία, τότε δεν επιτελεί τον ρόλο του, απλά συντηρείται και συντηρεί.
Την επόμενη φορά που θα επισκεφτεί ένα μνημείο (σ.σ. το κοινό) να σκεφτεί ότι όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν τότε και για τους οποίους περηφανεύεται δεν ήταν όλοι ευφυείς, υπήρχαν και «αρχαίοι» βλάκες.
Νάνα Παπαδάκη
“Τι πιστεύετε ότι πρέπει να πάρει το κοινό από την παράστασή σας και το έργο στο σύνολό του;”
Ένα έναυσμα για να δει κανείς την πολύπαθη «αρχαιότητα» διαφορετικά, μέσα απ’ την κοινωνική και πολιτική της σκοπιά, τη γυναίκα ως φορέα «Ιδεών», να δει και, κυρίως, να ακούσει μια όμορφη ιστορία, αρκετά σύνθετη είναι αλήθεια, να αναρωτηθεί αν υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να «συγκινείται» στο θέατρο. Την επόμενη φορά που θα επισκεφτεί ένα μνημείο να σκεφτεί ότι όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν τότε και για τους οποίους περηφανεύεται δεν ήταν όλοι ευφυείς, υπήρχαν και «αρχαίοι» βλάκες. Να δει τη χώρα ως έναν ζωντανό οργανισμό εν εξελίξει και όχι ως τελειωμένη υπόθεση. Χρειάζεται απ’ όλους μας καθημερινή εγρήγορση. Και πιστεύω ότι έργα που φέρνουν τη φιλοσοφία στη σκηνή είναι εξαιρετικά χρήσιμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε ευχαριστούμε πολύ!
Επιμέλεια Συνέντευξης: Γιώργος Μάλεκας