Η απόσταση του φιλοσόφου από το πλήθος και την παράδοση
Written by Αικατερίνη Συμφέρη on 30/12/2023
Στο τέλος του 6ου αιώνα στις αρχές του 5ου, υπάρχει ο τρόπος εκφοράς της φιλοσοφίας, ότι βαθμιαία περνάει από την προφορικότητα στη γραφή και υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πια, ότι κάποιοι φιλόσοφοι επικοινωνούν μεταξύ τους, όχι με άμεση προσωπική επαφή, αλλά ότι τα κείμενα, τα γραπτά κείμενα του ενός διαβάζονται από κάποιον άλλον και έτσι δημιουργείται αυτή η συνέχεια και ο διάλογος, που είναι ουσιαστικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία είναι κυρίως συνέχεια, ο ένας φιλόσοφος χτίζει επάνω στο υλικό που του προσφέρει ο προηγούμενος, παρά προτείνει κάτι εντελώς καινούργιο· κάποιες τομές, βέβαια, υπάρχουν και αυτές θα προσπαθήσουμε να τις επισημάνουμε, αλλά νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό είναι η συνέχεια.
Ο Ηράκλειτος και Παρμενίδης, συνήθως, ως άκρα αντίθετα, η επιγραμματική περιγραφή τους είναι ότι ο ένας είναι “φιλόσοφος της διαρκούς ροής, της μεταβολής”, φτάνει στο εντελώς άλλο άκρο, είναι ο “φιλόσοφος της απόλυτης ακινησίας”. Συνήθως όμως παραλείπονται αρκετά κοινά στοιχεία που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο, και το πιο εμφανές, το πρώτο, είναι ότι είναι βασικά σύγχρονοι. Η τοποθέτησή τους θα ήταν ακριβώς στην αρχή του 5ου αιώνα, λειτουργούνε σε διαφορετικό μέρος του κόσμου, στην Έφεσο της Ιωνίας ο Ηράκλειτος, στην Ελέα της νότιας Ιταλίας ο Παρμενίδης· άρα το πιο πιθανό: δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή άμεση μεταξύ τους, αλλά εφόσον γράφουν την ίδια εποχή και έχουν ως προηγούμενα, δηλαδή την ιωνική παράδοση αφενός και την πυθαγόρεια αφετέρου, λογικό είναι να έχουν επηρεαστεί από αυτά που προηγήθηκαν.
Το κοινό χαρακτηριστικό τους νομίζω ότι είναι μια απόσταση απέναντι στο πλήθος· και ο ένας και ο άλλος μιλάνε με έναν λόγο δογματικό, μια μορφή αποκάλυψης της αλήθειας, η οποία για να γίνει κατανοητή προϋποθέτει την απαλλαγή των ανθρώπων από τις προκαταλήψεις τους. Στον Ηράκλειτο θα γίνει ευθεία επίθεση κατά της παράδοσης, ενώ στον Παρμενίδη, που είναι πιο αφαιρετικός, θα ‘ναι μια απόρριψη του δρόμου της εμπειρίας. Στον Παρμενίδη πρωτοεμφανίζεται η διάκριση αίσθησης και νόησης, που θα γίνει χαρακτηριστική στη μετέπειτα φιλοσοφία. Και οι δυο τοποθετούνται απέναντι στο πλήθος, δεν προσπαθούν να πάρουν μαζί τους τούς αναγνώστες ή τους ακροατές τους, αλλά να τους “αποθαρρύνουν” κατά κάποιο τρόπο. Να λειτουργήσουν οι ίδιοι οι ακροατές και οι αναγνώστες με έναν τρόπο καθαρτικό, να απαλλαγούν, να κάνουν προσπάθεια δηλαδή να απαλλαγούν από βεβαιώσεις, πεποιθήσεις του κοινού νου, αντιλήψεις που κυκλοφορούν την εποχή τους, έτσι ώστε να προετοιμαστούν για να συλλάβουν έναν δύσκολο λόγο· και ο ένας και ο άλλος από αυτούς τους φιλοσόφους δεν έχουν καμία σχέση.
Η προσπάθεια ερμηνείας και του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη είναι μια δύσκολη δουλειά ακόμα και για τον σημερινό αναγνώστη· έχουμε δηλαδή δύο περιπτώσεις φιλοσόφων της προσωκρατικής εποχής που ακόμα στέκονται στα πόδια τους· μάλιστα, ο Ηράκλειτος είναι ο προσωκρατικός φιλόσοφος που διαβάζεται περισσότερο από όλους, ακόμα και σήμερα. Ο Παρμενίδης είναι αυτός που καθόρισε όλη την πορεία της μετέπειτα φιλοσοφίας.
Είναι αρκετά διαφορετικοί στον τρόπο γραφής τους: ο Ηράκλειτος καθιερώνει ένα είδος λόγου αφοριστικού, υπαινικτικού, πεζού λόγου, αλλά ο οποίος διακόπτεται σε σύντομες ρήσεις. Τι πρότυπο θα είχε ο Ηράκλειτος στο μυαλό του όταν έγραφε με αυτόν τον τρόπο ή δίδασκε με αυτό τον τρόπο; Το πιο κοινό, το πιο συγγενές είδος τέτοιου λόγου είναι οι χρησμοί του μαντείου των Δελφών. Είναι δηλαδή ένας χρησμικός λόγος, ο οποίος είναι πάντα υπαινικτικός. Δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί τι θέλει να πει ο Ηράκλειτος, πολλές φορές άλλα λέει και σε άλλα πάει, γι’ αυτό άλλωστε και στην αρχαιότητα, ήδη από την αρχαιότητα, το προσωνύμιο του Ηράκλειτου το πιο διαδεδομένο είναι “ο σκοτεινός φιλόσοφος”.
Ο Παρμενίδης, από την άλλη μεριά, υιοθετεί τον κλασικό δρόμο μετάδοσης της αλήθειας, από τα αρχαϊκά χρόνια, δηλαδή την ποίηση και μάλιστα γράφει ένα ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο, δηλαδή με τον ομηρικό τρόπο. Εκεί τα πράγματα γίνονται δύσκολα: πώς η αφηρημένη σκέψη του Παρμενίδη μπορεί να ενσωματωθεί σε έναν έμμετρο τρόπο έκφρασης, ο οποίος λίγο- πολύ αναγκαστικά υιοθετεί την ποιητική παράδοση, την ομηρική παράδοση;
Στις αρχές του 5ου αιώνα, ο φιλόσοφος, δηλαδή, όπως και αν ο ίδιος αισθάνεται τον εαυτό του, είναι ελεύθερος να επιλέξει τον τρόπο έκφρασης των θεωριών του. Άλλοι θα υιοθετήσουν την ποίηση, ζητώντας να πάρουν κατά κάποιον τρόπο τη θέση των ποιητών, που ήταν οι βασικοί φορείς της αλήθειας, άλλοι θα πάνε προς τον πεζό λόγο, που λογικά αναπτύσσεται, καθώς η Ελλάδα, ο ελλαδικός χώρος, περνάει σε νέες φάσεις οργάνωσης, άλλοι δεν θα γράψουν τίποτα, όπως είδαμε τον Πυθαγόρα και θα δούμε τον Σωκράτη σε λίγο και άλλοι θα επιλέξουν, όπως ο Ηράκλειτος, ένα είδος το οποίο ούτε ποίηση είναι ούτε πεζός λόγος ακριβώς είναι, είναι κάτι ενδιάμεσο. Αυτή η διάσταση θα διαρκέσει όλο τον 5ο αιώνα, και τον 4ο, αν σκεφτεί κανείς ότι, ξαφνικά, ο Πλάτων ή οι Πλατωνικοί ή όλοι οι μαθητές του Σωκράτη, επιβάλλουν ως όχημα της φιλοσοφίας τον φιλοσοφικό διάλογο, που είναι μια “μορφή θεάτρου”, κατά κάποιον τρόπο, ο οποίος δεν υπάρχει στην προηγούμενη παράδοση· και αυτό είναι μια καινοτομία.
Παρά τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία —προφανώς είναι διαφορετική η ιδιοσυγκρασία του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη— υπάρχουν είπαμε κοινά. Το κοινό το βασικό είναι αυτό το σοκ που επιβάλλουν με τα γραπτά τους απέναντι στον μέσο άνθρωπο. Ο Ηράκλειτος στον, δυνάμει, αναγνώστη του θέλει να “καθαρίσει λίγο το έδαφος” από τις διαδεδομένες πεποιθήσεις, για παράδειγμα το απόσπασμα 5 του Ηρακλείτου κάνει μια επίθεση, ευθεία επίθεση, στη θρησκευτική πρακτική των συγκαιρινών του, στις τελετουργίες τους και λέει ο Ηράκλειτος: «Θέλουν να καθαρθούν και μολύνονται με άλλο αίμα», στη θυσία δηλαδή, «και μπροστά σ’ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται, όπως θα φλυαρούσε κανείς στο σπίτι του χωρίς να ξέρει τι είναι οι θεοί και τι οι ήρωες» ή στο απόσπασμα 1: «Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι κάνουν όταν είναι ξύπνιοι, όπως ξεχνούν όσα έκαναν κοιμισμένοι». Απόσπασμα 17: «Οι πολλοί δεν βασανίζουν το μυαλό τους με αυτά που τους συντυχαίνουν ούτε κι αν τα μάθουν τα καταλαβαίνουν, αλλά νομίζει ο καθένας ότι κάτι ξέρει». Σε άλλο ύφος, αλλά με τον ίδιο τρόπο ο Παρμενίδης, το απόσπασμα 6: «Γιατί σε κρατώ μακριά από εκείνον τον δρόμο, όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται, δικέφαλοι· γιατί η αδυναμία μες στο στήθος τους κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου· κι αυτοί παρασύρονται, κουφοί, αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση».
Επομένως: “η παράδοση δεν έχει να μας μάθει τίποτα, απ’ τη μια μεριά” (Ηράκλειτος) “ούτε η εμπειρία έχει να μας μάθει τίποτα” (Παρμενίδης), αλλά “ούτε ο κοινός νους γενικά έχει να μας μάθει”. Η φιλοσοφία είναι ανατροπή του κοινού νου, είναι βάθεμα πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων και με αυτή την έννοια, ως εδώ οι δύο ακολουθούν παράλληλους δρόμους. Ο Ηράκλειτος μάλιστα δεν θα διστάσει να ‘ναι πάρα πολύ σκωπτικός για διάσημες μορφές της αρχαϊκής Ελλάδας· λέει για παράδειγμα για τον Πυθαγόρα: «H πολυμάθεια δεν φωτίζει τον νου· αλλιώς θα είχε διδάξει όχι μόνο τον Πυθαγόρα αλλά και τον Ησίοδο, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο». Ησίοδος, Ξενοφάνης, Εκαταίος, Πυθαγόρας, θα ‘λεγε κανείς ότι είναι περίπου, τα χρυσά ονόματα της αρχαϊκής Ελλάδας, αλλά θα πιάσει και τον Όμηρο ακόμα: «Τον Όμηρο», λέει ο Ηράκλειτος στο απόσπασμα 42, «θα άξιζε να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον χτυπούν, και τον Aρχίλοχο το ίδιο». Αυτό αγγίζει τα όρια της ύβρεως για την αρχαιοελληνική αντίληψη· και επανέρχεται στον Πυθαγόρα: «Ο Πυθαγόρας», λέει στο απόσπασμα 81, «είναι αρχηγός των αγυρτών». Άρα, τέτοιες κρίσεις δεν υπάρχουν στον Παρμενίδη, αλλά αυτό οφείλεται, όχι στο ότι είχε σε μια εκτίμηση την παλιότερη παράδοση, αλλά περισσότερο στο ότι κρατιέται σε μια μορφή αφαίρεσης, που δεν του επιτρέπει να κάνει συγκεκριμένες νύξεις.
Απόσπασμα από το ελεύθερο διαδικτυακό μάθημα του Mathesis «Η ακμή της προσωκρατικής φιλοσοφίας» με διδάσκοντα τον Βασίλη Κάλφα. Σύνδεσμος: https://mathesis.cup.gr/assets/courseware/v1/f0aee08572340635e6c7d05c3c0a3881/c4x/Philosophy/PHL1/asset/GRPHL_W3.pdf