Γράμμα σ’ ένα αεροπλάνο
Written by Στέλλα Μακαρώνη on 06/02/2023
Παρασκευή βράδυ κι η σιωπή εκεί έξω, διαπερνά με ένα άγγιγμα όλες σου τις σκέψεις. Είναι η στιγμή που περιμένεις κάθε εβδομάδα από τότε που άρχισε να γίνεται συνήθεια. Οι μουσικές που αρχίζουν σιγανά ν’ ακούγονται στο ραδιόφωνο, ο τρόπος με τον οποίο περπατάς διστακτικά μέχρι το παράθυρό σου και με το που φτάνουν τα δάχτυλά σου ανάμεσα στις μισοσπασμένες περσίδες του, κρυφοκοιτάζοντας τη νύχτα που αφήνει το χιόνι να σκεπάσει κάθε σου κρυφή επιθυμία. Κρατώντας τη μυστική…
Ψάχνοντας ένα λευκό χαρτί κι εκείνο το μολύβι που η άκρη του αντέχει ν’ αποτυπώνει κάθε λέξη που μπορείς να γράφεις με τα μάτια κλειστά. Ένα χαρτί από εκείνα που το μέγεθός τους ταιριάζει ακριβώς για να στριμωχτεί σ’ έναν από εκείνους τους φακέλους που γύρω γύρω σημαδεύονται από μπλε και κόκκινες μικροσκοπικές γραμμές. Αυτούς που δεν μπορείς να κλείσεις καλά γιατί… πλέον όσα χωρούν μόνο πάνω σ’ ένα σκισμένο φύλλο, αρκούν για να ‘ναι πιο βαριά κι απ’ τις ανάσες σου. Γράμματα που μαζεύονται από ξένα χέρια και πετάγονται με φόρα στον έλεγχο των αεροπλάνων εκείνων που μεταφέρουν τα όνειρά μας. Άνθρωποι που μπερδεύουν τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα και ξεθωριάζουν το άρωμά μας, για να ελέγξουν με ωμότητα κάθε μας “θέλω”, πριν καν προλάβει να φτάσει στον προορισμό του. Καθυστερώντας στο διάδρομο που σαν βιτρίνα πάνω της, τοποθετείται μαζί με τα υπόλοιπα πακέτα. Και γλιστράει στο γραμματοκιβώτιό του, πάντα δεύτερο…
Ένας δυνατός θόρυβος, αποσπά την προσοχή της φαντασίας σου. Και ξαφνικά… τα φώτα βρίσκουν την ώρα να σβήσουν. Μόνος, στη μέση ενός δωματίου που ψάχνεις μόνο με την αφή σου όσα απόδρασαν από το γράμμα των επιθυμιών σου και ελπίζεις πως θα τ΄αγγίξεις. Θα τα βρεις εκεί. Σκοντάφτοντας πάνω στην ανάσα τους που προσπαθούν να κρύψουν, κλείνοντας δυνατά με το χέρι, τα χείλη εκείνα που έχουν στοιχειώσει τον ύπνο σου τα ξημερώματα. Την αίσθηση ζεστασιάς που λείπει τώρα από το κρύο ξύλινο δάπεδο που περπατάς ξυπόλητος. Διστακτικά. Ψάχνοντας, συνειδητοποιείς πως είσαι στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας και τα πόδια σου πατάνε στα σύνορα που σε χωρίζουν από τον κόσμο εκεί έξω. Τότε απότομα, γυρνάς σαν να περιμένεις να δεις την απόσταση να γίνεται ευχή. Τη μοναδική που μπορείς να σπαταλίσεις για να μπορέσεις να τραβηχτείς πίσω και να απομακρυνθείς από εκεί έξω που δεν σταματάει να στρώνει κάθε χιονονιφάδα που διαλέγει να βρει έδαφος δίνοντας άσπρες πινελιές στο τοπίο που φιλοξενεί το σκοτάδι σου, εδώ. Μέσα και έξω από τα στόρια του δωματίου σου.
Το κουτί με τα σπίρτα που φυλάς στο συρτάρι, δίπλα στα σχεδόν σφραγισμένα από επιλογή ημερολόγια της ζωής σου, είναι πλέον βρεγμένο. Δε σ’ αφήνει να ανάψεις το κερί που θα μπορέσει να σε κατευθύνει, σχεδιάζοντας το μονοπάτι της διαδρομής σου, με τα φώτα κλειστά. Σαν να μη θέλει απόψε να φτάσουν οι επιστολές σου στον παραλήπτη τους. Σαν να μην πρέπει το τσιγάρο ν’ αλλοιώσει τη γεύση σου απόψε. Και σημειώνεις με μικρά γράμματα κάτω κάτω να μη μαθευτεί ποτέ αν διαβάστηκαν οι απαντήσεις που πρόφτασες να λάβεις ανάμεσα σε αλληλογραφίες που σκίζεις μέχρι να φτάσεις σ’ εκείνη που έρχεται πάντα την ίδια μέρα. Στο ίδιο σημείο. Σαν ραντεβού. Σε περιμένει εκεί, για να μεταφράσει κάθε γουλιά μουσικής που καταπίνεις μέσα από το ποτήρι του κρασιού σου. Η βελόνα στο πικάπ προχωρά και γυρίζει πίσω μόνη της, παίζοντας το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά. Είναι το “Black” από τους Pearl Jam… και από τότε που μπήκε πειρατικά στη συχνότητα της ζωής σου, κάθε νύχτα τα φώτα σβήνουν και ζεις στο σκοτάδι του.